Οι αλυκές είναι οι τόποι που παράγεται το αλάτι από το θαλασσινό νερό και βρίσκονται σε ειδικά διαμορφωμένες επίπεδες παράκτιες περιοχές. Οι αλυκές αποτελούνται από αβαθείς δεξαμενές που διαιρούνται σε διάφορα διαμερίσματα (αλοπήγια ή τηγάνια) και μέσα σε αυτές κυκλοφορεί θαλασσινό νερό που εξατμίζεται και παραμένει το αλάτι που περιείχε. Τα αλοπήγια βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο και η αλατότητά τους αυξάνεται από το πρώτο, στο οποίο περιέχεται φυσικό θαλασσινό νερό, ως το τελευταίο όπου γίνεται η τελική πήξη και συλλογή του αλατιού. Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 18 αλυκές, οι κυριότερες εκ των οποίων είναι στην Ανάβυσσο της Αττικής, στο Μεσολόγγι, στη Λευκάδα, στη Μήλο, στην Κατερίνη, στην Καλλονή Λέσβου, στη Ζάκυνθο, στη Σάμο, στην Κω, στη Μήλο. Οι αλυκές αυτές από το 1918 ανήκουν στο κράτος, που παρακολουθεί τη λειτουργία τους με ειδικό προσωπικό και τις ενοικιάζει σε εργολάβους. Το αλάτι που παράγεται διατίθεται κυρίως στη χημική βιομηχανία ως πρώτη ύλη και στη βιομηχανία αλιπάστων. Διαχείριση της Παράκτιας Ζώνης πολιτική ούτε λειτουργικό εθνικό σύστημα προστατευόμενων περιοχών, η διαχείριση των υδάτων βασίζεται σε ανενεργούς νόμους, το περιβάλλον είναι «αυτοχρηματοδοτούμενο» και το περιβαλλοντικό έγκλημα παραμένει ατιμώρητο. Πλήθος διατάξεων, νόμων και αποφάσεων υπάρχουν για την προστασία της παράκτιας ζώνης στην Ελλάδα. Παρολαυτά έχει παρατηρηθεί αδυναμία συντονισμού μεταξύ όλων των φορέων που ευθύνονται για την τήρηση αυτών των κανονισμών (ΥΠΕΧΩΔΕ, Υπ. Γεωργίας, Υπ. Οικονομικών, Υπ. Εμπορικής Ναυτιλίας, Νομαρχίες). Δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις η Ελλάδα έχει προσαχθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και σε αρκετές από αυτές έχει καταδικαστεί, επειδή δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει τις δεσμεύσεις της σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος και την Αειφορική Ανάπτυξη. Η Ελλάδα διαθέτει επαρκές θεσμικό πλαίσιο για τη διατήρηση και την ανάδειξη του φυσικού πλούτου των προστατευόμενων περιοχών, όμως τα προβλήματα εντοπίζονται κυρίως στην ερμηνεία και στην εφαρμογή της νομοθεσίας. Η WWF Ελλάς υποδεικνύει πως υπάρχει η ανάγκη για ΅ια ολοκληρωμένη εθνική πολιτική που θα περιλαμβάνει την ανάπτυξη και λειτουργία υποδομών και υπηρεσιών, τη δημιουργία χρηματοδοτικού συστήματος για τις προστατευόμενες περιοχές από τους εθνικούς πόρους, τη δημιουργία επαρκούς διοικητικής δο΅ής και την ενσωμάτωση του φυσικού περιβάλλοντος στις τομεακές πολιτικές της αειφορίας. Σημαντικές προϋποθέσεις για την τήρηση των στόχων που σχετίζονται με την προστασία του περιβάλλοντος είναι η ενίσχυση της διαφάνειας (ευρεία κοινωνική συ΅΅ετοχή στη λήψη αποφάσεων, ανοιχτή αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων του δημόσιου και ιδιωτικού το΅έα), η θέσπιση θετικών κινήτρων (΅έτρα που ενθαρρύνουν την ανάπτυξη περιβαλλοντικών δράσεων και ενισχύουν την εφαρ΅ογή του περιβαλλοντικού δικαίου) και η ενίσχυση των ΅ηχανισ΅ών επιβολής της νο΅οθεσίας (θέσπιση ποινών και προστί΅ων, δη΅ιουργία νέων δο΅ών ελέγχου) (από την έκθεση «Δεσμεύσεις χωρίς εφαρμογή: η περιβαλλοντική νομοθεσία στην Ελλάδα» της WWF Ελλάς, 2005). Μεγάλη είναι, επίσης, η σημασία της ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης του κοινού (περιβαλλοντική εκπαίδευση) με σκοπό την ανατροπή των ήδη υπαρχουσών λανθασμένων νοοτροπιών και τη δημιουργία ισχυρής περιβαλλοντικής συνείδησης. Μικρές αλλαγές στην καθημερινότητά μας μπορούν να βοηθήσουν στη βελτίωση και διατήρηση του φυσικού μας περιβάλλοντος, όπως η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, νερού και άλλων πόρων, η χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς, η ανακύκλωση, ο καθαρισμός των ακτών και του βυθού.
|
|