εκτύπωση σελίδας
 
Τα ελληνικά Α.Ε.Ι. ενόψει της νέας χιλιετίας (Τα ελληνικά ΑΕΙ και η πρόκληση της παγκοσμιοποίησης) (Γ. Τσαμασφύρος)

Β΄   ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ

Ενέργεια 3.2β «Έρευνα »
Τα ερευνητικά έργα της Ενέργειας 3.2β «Έρευνα» συγχρηματοδοτήθηκαν από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης), Β΄ ΚΠΣ (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, 1997-2000). Το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας ανέλαβε την εποπτεία σαράντα οκτώ ερευνητικών έργων στο πλαίσιο της παραπάνω Ενέργειας. Υπεύθυνος της Ενέργειας 3.2β ήταν ο Kαθηγητής Μιχάλης Κασσωτάκης και Χειριστής  ο Δρ. Βασίλης Σβολόπουλος.

Επιστημονικός Υπεύθυνος: Γεώργιος Τσαμασφύρος

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο 

Το Πανεπιστήμιο ως θεσμός επέζησε για δεκαετίες χάρη στην ικανότητά του να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες χωρίς να παραλλάσσει τους σκοπούς και τη βασική δομή του.  Προσέφερε ένα μεγάλο μέρος των προϊόντων και υπηρεσιών που απαιτούσε η εκάστοτε ιστορική συγκυρία και εξασφάλισε όχι μόνο την παραγωγή νέων επιστημόνων αλλά και νέας γνώσης και ιδεών για την επιστήμη ή την κοινωνία.

Εδώ και περίπου τριάντα χρόνια ζούμε την επανάσταση των γνώσεων.  Tο Πανεπιστήμιο πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Η κρισιμότητα των καιρών και η ανάγκη προσαρμογής επισημαίνεται σε μια σειρά εκθέσεων διεθνών οργανισμών. Το σύνολο των διαπιστώσεων τόσο των διεθνών οργανισμών όσο και των ανεξάρτητων ερευνητών οδηγεί στο συμπέρασμα πως η τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να πάρει μαζικό χαρακτήρα, όχι μόνο γιατί αυτό επιθυμεί η ελληνική κοινωνία αλλά γιατί είναι απαίτηση των καιρών.  Πρέπει να παρέχεται η Παιδεία προς όλους όσους την ζητούν για τη χαρά της γνώσης αλλά και για να έχουν οι πολίτες το πολιτισμικό υπόβαθρο που θα επιτρέπει να κατανοούν και να ανταποκρίνονται στις αλλαγές που συμβαίνουν στον κόσμο.  Ακόμα η μαζικότητα της εκπαίδευσης αποτελεί βασικό συντελεστή της οικονομικής ανάπτυξης και επιβίωσης στο πλαίσιο ενός οξύτατου διεθνούς ανταγωνισμού.

Η κοινωνία χρειάζεται ένα ευρύ φάσμα αποφοίτων με διαφορετικές γνώσεις και τεχνικές δεξιότητες, προκειμένου να ανταποκριθούν σε πολύπλοκες ανάγκες.  Άρα αυτό που πρέπει να χαρακτηρίζει ένα τριτοβάθμιο σύστημα εκπαίδευσης είναι η ποικιλία και η ευελιξία των μορφών, του περιεχομένου, της διάρκειας, της πρόσβασης, η διαφοροποίηση  του παραγόμενου προϊόντος και η εσωτερική κινητικότητα και όχι η ομογενοποίηση που έχουμε εγκαταστήσει.

Στην εποχή της πληροφορικής η εκπαίδευση πρέπει να αγκαλιάζει όλη την κοινωνία.  Όλες οι υπηρεσίες ή επιχειρήσεις πρέπει να γίνουν οργανώσεις μάθησης και διδασκαλίας.  Τα σχολεία οποιασδήποτε βαθμίδας είναι αδύνατον να αγνοούν αυτήν την πραγματικότητα.  Πρέπει λοιπόν να συνεργαστούν με τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς για την προώθηση της άτυπης εκπαίδευσης.  Ιδιαίτερα τα Πανεπιστήμια έχουν καθήκον να συμβάλλουν στην κοσμογονία της δια βίου εκπαίδευσης. Η δια βίου εκπαίδευση μπορεί ακόμη, να διαφωτίσει για τις εξελίξεις της επιστήμης, μπορεί να εκλαϊκεύσει τεχνικές γνώσεις για χρήση τεχνιτών  κλπ.

Είναι σαφές ότι τέτοιου είδους εξελίξεις αποτελούν ανατροπή του παλαιότερου μοντέλου της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Πρέπει ακόμα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα να κατανοούν και να ανταποκρίνονται και όχι να προσαρμόζονται, κατάλληλα και με μεγάλη ταχύτητα στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της «πελατείας» τους που είναι οι σπουδαστές, οι εργοδότες, η οικονομία.  Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να έχουν μηχανισμούς παρακολούθησης των τάσεων της αγοράς εργασίας των οικονομικών εξελίξεων, των επενδύσεων, των διεθνών σχέσεων, των τεχνολογικών και άλλων παραγόντων που τις επηρεάζουν.

Θα πρέπει επίσης να διαμορφωθούν προγράμματα σπουδών με εντελώς νέα φιλοσοφία, παράλληλα με τα παραδοσιακά προγράμματα, ώστε να μπορούν τα Πανεπιστήμια να παρέχουν εκπαίδευση σε διαφορετικές κατηγορίες σπουδαστών.  Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε την παροχή γνώσεων σε μεγαλύτερο αριθμό ατόμων, χωρίς τα Πανεπιστήμια να δεσμεύονται από την κλασική έννοια του «φοιτητή».

Πρέπει να βελτιωθεί ο τρόπος διοίκησης των Πανεπιστημίων  με την εισαγωγή της λογικής της ολικής ποιότητας με συνεχείς αποτιμήσεις και αξιολογήσεις του συνολικού έργου (εκπαιδευτικού, ερευνητικού, ηθικού).
Τέλος το Πανεπιστήμιο πρέπει να παίζει το ρόλο μιας «συλλογικής διανόησης», που θα βοηθά την κοινωνία να εκτιμήσει, να κατανοήσει και να πράξει ανάλογα. Θα πρέπει δηλαδή να εκφράζει θέσεις σε ηθικά και κοινωνικά ζητήματα.

Συνοψίζοντας τις αλλαγές που συμβαίνουν στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα και διεθνώς θα έπρεπε κανείς να σταθεί σε εκείνες που τείνουν να αλλάξουν τον χάρτη των Πανεπιστημίων στον 21 ο αιώνα.

Οι αλλαγές αυτές αναφέρονται στα εξής:

  1. χρηματοδότηση: η χρηματοδότηση δε βασίζεται πλέον αποκλειστικά στο κράτος, ενώ τα ανεπτυγμένα κράτη προσπαθούν να διατηρήσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα στη διεθνή οικονομία μέσα από τη συνεχή και μαζική εκπαίδευση και μέσα από την ανάπτυξη της έρευνας. Παρά τις υπάρχουσες διαφορές στα εκπαιδευτικά συστήματα φαίνεται ότι κατευθυνόμαστε σε ένα σταδιακό ξεπέρασμα των εκπαιδευτικών χρηματοδοτικών ιδιαιτεροτήτων κάθε χώρας και οδηγούμαστε σε συστήματα που συγκλίνουν,
  2. αξιολόγηση: υπάρχει ανάγκη αξιολόγησης του εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου των ΑΕΙ. Τα Πανεπιστήμια πρέπει να δημιουργήσουν  τρόπους ελέγχου και αυτοαξιολόγησης του εκπαιδευτικού τους αποτελέσματος και να δεχθούν τη διεθνή αξιολόγηση του έργου τους με βάση κάποια διεθνή δεδομένα,
  3. Πανεπιστημιακό  management: Το Πανεπιστήμιο πρέπει να υιοθετήσει  σύγχρονες μεθόδους ποιοτικής διαχείρισης (total quality management) με κατάλληλη προσαρμογή των εσωτερικών τους διαδικασιών,
  4. ποιότητα σπουδών: Θα πρέπει να ελέγχεται η ποιότητα σπουδών  (προγράμματα, καθηγητές, μέθοδοι διδασκαλίας), η υλικοτεχνική υποδομή, το ακαδημαϊκό περιβάλλον καθώς και η διοίκηση και η λειτουργική διαχείριση των πανεπιστημίων,
  5. εξελίξεις στο χώρο της πληροφορικής,
  6. δια βίου εκπαίδευση: Θα πρέπει να ξεπεραστεί το μοντέλο της επιλεκτικής μάθησης που ισχύει κατά τη διάρκεια των σπουδών και η διάκριση ανάμεσα στην αρχική και συνεχιζόμενη εκπαίδευση-κατάρτιση.

Τέλος, ειδικότερα ως προς την ελληνική περίπτωση θα πρέπει να εστιάσουμε και σε ενδογενείς αιτίες που επιτείνουν κατά πολύ την κρίση. Από αυτή την άποψη θα πρέπει να πούμε πως η κρίση των πανεπιστημίων στην Ελλάδα έχει επιπλέον και τις δικές της ενδογενείς αιτίες. Τα Ελληνικά Πανεπιστήμια δε βοηθήθηκαν αρκετά ώστε να αντιμετωπίσουν  τις εξελίξεις και μοιάζουν αδύναμα να κατανοήσουν τις απαιτήσεις μιας εντελώς  νέας εποχής κατά την οποία αλλάζουν τόσο η παραγωγική διαδικασία όσο και η επιστημονική έρευνα.  Από αυτή την άποψη  τα Ελληνικά ΑΕΙ βρίσκονται σήμερα στη μέση αυτής της κρίσης βιώνουν με πολύ  επώδυνο τρόπο αυτή  τη διπλή διαρθρωτική κρίση. Μια διαρθρωτική κρίση την οποία πολλοί  συνοψίζουν με την κλασσική  φράση πως: «Το παλιό έχει πεθάνει και το καινούργιο δεν μπορεί ακόμα να γεννηθεί».

Εισηγητής: Γ. Τσαμασφύρος

Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Πανελλήνιο Συνέδριο, Έρευνα για την ελληνική εκπαίδευση, 21-23 Σεπτεμβρίου 2000, Περιλήψεις Εισηγήσεων, Αθήνα 2000.

βλ. επίσης

Αρχή Σελίδας