Β΄ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ
Ενέργεια 3.2β «Έρευνα » Τα ερευνητικά έργα της Ενέργειας 3.2β «Έρευνα» συγχρηματοδοτήθηκαν από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης), Β΄ ΚΠΣ (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, 1997-2000). Το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας ανέλαβε την εποπτεία σαράντα οκτώ ερευνητικών έργων στο πλαίσιο της παραπάνω Ενέργειας. Υπεύθυνος της Ενέργειας 3.2β ήταν ο Kαθηγητής Μιχάλης Κασσωτάκης και Χειριστής ο Δρ. Βασίλης Σβολόπουλος.
Επιστημοννικός Υπεύθυνος: Ιωάννης Πανούσης
Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Εφηρμοσμένης Επικοινωνίας
Η εν λόγω έρευνα αποτελεί μια ποιοτική προσέγγιση στο θέμα των εκπαιδευτικών τεχνολογιών και τις στάσεις και αναπαραστάσεις των ελλήνων καθηγητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης απέναντί τους, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί 4-5 χρόνια μετά την έναρξη της κρατικής προσπάθειας για εισαγωγή των τεχνολογιών της Πληροφορικής στα γυμνάσια. Για την πραγματοποίηση της έρευνας διεξήχθησαν ατομικές, ημι-δομημένες συνεντεύξεις με 33 Έλληνες εκπαιδευτικούς και 10 Έλληνες παραγωγούς εκπαιδευτικής τεχνολογίας.
Από την ανάλυση του ερευνητικού υλικού αποτυπώθηκαν συγκεκριμένες τάσεις και προέκυψαν ποικίλα συμπεράσματα για τις στάσεις και αναπαραστάσεις των Ελλήνων εκπαιδευτικών απέναντι στις νέες τεχνολογίες και την αξιοποίησή τους σε σχολικά πλαίσια. Τα κυριότερα συμπεράσματα είναι τα εξής:
- Η νέα τεχνολογία αλλά και οι απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας έχουν δημιουργήσει νέες ανάγκες για την εκπαίδευση. Οι εκπαιδευτικοί ψάχνουν τρόπους να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα αλλά η προσπάθειά τους αυτή δυσχεραίνεται από πολλούς παράγοντες.
- Παρόλο που οι εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν την εκπαιδευτική αξία των εποπτικών μέσων γενικότερα, η χρήση τους δεν έχει εδραιωθεί στην επαγγελματική τους συνείδηση. Η χρήση τους παραμένει περιστασιακή και μη-συστηματική.
- Οι εκπαιδευτικοί έχουν συνειδητοποιήσει την ανάγκη στροφής προς ένα περισσότερο μαθητοκεντρικό και ανακαλυπτικό εκπαιδευτικό μοντέλο αλλά είναι επιφυλακτικοί ως προς ριζικές αλλαγές που θα τους ωθούσαν να διαφοροποιήσουν τις παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας.
- Οι στάσεις και αναπαραστάσεις των εκπαιδευτικών είναι συνάρτηση του βαθμού εξοικείωσης και γνώσης που αυτοί έχουν σχετικά με τις εκπαιδευτικές τεχνολογίες. Όσο περισσότερη ενημέρωση, γνώση και εμπειρία έχουν τόσο θετικότερη είναι η στάση τους και τόσο μεγαλύτερη η προθυμία που εκδηλώνουν για εμπλοκή σε μια διαδικασία εξοικείωσης. .
- Οι στάσεις των εκπαιδευτικών απέναντι στις τεχνολογίες της πληροφορικής χαρακτηρίζεται από δύο αντιφάσεις. Η πρώτη είναι ότι η γενικά θετική στάση τους συνοδεύεται και από προσδοκίες αρνητικών συνεπειών σε επί μέρους τομείς. Η δεύτερη αντίφαση άπτεται της συμπεριφοράς τους, καθώς η σπουδαιότητα που προσδίδουν στην επιμόρφωση και την απόκτηση γνώσης και ικανοτήτων σχετικά με τους υπολογιστές έρχεται σε αντίθεση με την απροθυμία τους να συμμετέχουν σε προγράμματα επιμόρφωσης, ιδιαίτερα όταν αυτά τους ωθούν να διαφοροποιήσουν τις παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας και να τις προσαρμόσουν στις δυνατότητες που προσφέρει η νέα τεχνολογία.
- Η διαπίστωση ότι η αντίδραση των εκπαιδευτικών στο επίπεδο της συμπεριφοράς είναι επιφυλακτικότερη απ’ ό,τι στο επίπεδο της γνωστικής παραμέτρου της στάσης επιτρέπει τη διατύπωση επιφυλάξεων σχετικά με την ετοιμότητα των εκπαιδευτικών να εμπλακούν σε μια διαδικασία εξοικείωσης με τη νέα τεχνολογία.
- Το άγχος το οποίο προκαλεί η πιθανότητα χρήσης Η/Υ και το οποίο προκύπτει κατά κύριο λόγο από την άγνοια και την έλλειψη εμπειρίας μπορούν να αναστείλουν οποιαδήποτε επαφή με αυτόν. Η ενημέρωση και η εξοικείωση με τους Η/Υ είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το άγχος, το οποίος προκαλεί η προοπτική χρήσης τους.
- Οι εκπαιδευτικοί αισθάνονται ανησυχία και φόβο μπροστά στην προοπτική απαξίωσής τους από τις νέες τεχνολογίες. Όσο μεγαλύτερος είναι ο φόβος αυτός, τόσο αρνητικότερη είναι η στάση τους απέναντι σε αυτές τις τεχνολογίες και τόσο ασθενέστερη η προθυμία και ετοιμότητα τους για περαιτέρω χρήση των νέων μέσων ή την επιμόρφωσή τους πάνω σ’ αυτά.
- Τα ίδια συναισθήματα ενισχύονται και από τη γενικότερη απαξίωση που συνοδεύει το ρόλο του εκπαιδευτικού σήμερα. Οποιαδήποτε ειδική παρέμβαση (στο ζήτημα των νέων τεχνολογιών) δεν θα είναι αποτελεσματική, αν δεν συνοδεύεται από τη γενικότερη αναβάθμιση του ρόλου, μέσα από μια συνολική βελτίωση της εκπαιδευτικής πολιτικής.
- Τα προβλήματα υποδομής που αντιμετωπίζουν τα σχολεία δυσχεραίνουν σημαντικά την αξιοποίηση των σύγχρονων μέσων για τη βελτίωση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
- Οι παραγωγοί εκπαιδευτικού λογισμικού και εκπαιδευτικού βίντεο έχουν σαφώς ευμενέστερη στάση απέναντι στις νέες τεχνολογίες και την προοπτική διεύρυνσης της χρήσης τους στα σχολεία. Η θετική τους στάση προκύπτει από την αυξημένη γνώση και εμπειρία τους.
- Η δυσκολότερη αποστολή της εκπαιδευτικής πολιτικής δεν είναι εν τέλει να στρέψει τους εκπαιδευτικούς προς την αποδοχή της χρήσης των νέων εκπαιδευτικών τεχνολογιών, αλλά να τους βοηθήσει να υιοθετήσουν νέες μεθόδους εργασίας οι οποίες θα χαρακτηρίζονται από διάρκεια και σταθερότητα, ώστε να μην μείνει αναξιοποίητο το μεγαλύτερο μέρος των δυνατοτήτων της νέας τεχνολογίας αλλά και τα κίνητρα και το ενδιαφέρον που εκφράζουν πολλοί εκπαιδευτικοί που αγαπούν το έργο τους.
Εισηγήτρια: Κατερίνα Διαμαντάκη
Ερευνητική Ομάδα: Αγγελετοπούλου Ξανθή, Διαμαντάκη Κατερίνα, Μπελογιάννη Μαρία, Σόρογκας Ευάγγελος
Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Πανελλήνιο Συνέδριο, Έρευνα για την ελληνική εκπαίδευση, 21-23 Σεπτεμβρίου 2000, Περιλήψεις Εισηγήσεων, Αθήνα 2000.
βλ. επίσης
|