εκτύπωση σελίδας
 
Η αξιολόγηση του ολοήμερου σχολείου. Δομές, λειτουργίες, επιπτώσεις και προοπτικές ( Χρ. Βιτσιλάκη)

Β΄ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ

Ενέργεια 3.2β «Έρευνα »
Τα ερευνητικά έργα της Ενέργειας 3.2β «Έρευνα» συγχρηματοδοτήθηκαν από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης), Β΄ ΚΠΣ (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, 1997-2000). Το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας ανέλαβε την εποπτεία σαράντα οκτώ ερευνητικών έργων στο πλαίσιο της παραπάνω Ενέργειας. Υπεύθυνος της Ενέργειας 3.2β ήταν ο Kαθηγητής Μιχάλης Κασσωτάκης και Χειριστής  ο Δρ. Βασίλης Σβολόπουλος.

Επιστημονικός Υπεύθυνος: Χρ. Βιτσιλάκη

Πανεπιστήμιο Αιγαίου  

Το αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι η καταγραφή και αξιολόγηση της δομής, διοίκησης, οργάνωσης και στελέχωσης των ολοήμερων σχολείων, της οικονομοτεχνικής διάστασης της λειτουργίας τους, καθώς και των επιπτώσεων που η λειτουργία αυτή έχει στους φορείς, στη διαδικασία και το περιεχόμενο της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Η μελέτη αυτή αξιολόγησης διεξήχθη σε μια συγκεκριμένη περιοχή της Ελλάδας, στην ακριτική Δωδεκάνησο, όπου είχαν λειτουργήσει κατά τα τελευταία πέντε έτη (1995-2000) ολοήμερα προγράμματα, με διαφορετικές δομές και περιεχόμενα και υπό την αιγίδα διαφορετικών φορέων.

Στη μελέτη παρουσιάζεται κατ’ αρχήν μια επισκόπηση της αγγλόφωνης κυρίως βιβλιογραφίας γύρω από το θεσμό του ολοήμερου σχολείου σε διεθνές επίπεδο και προσδιορίζονται
(ι) οι βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους διαμορφώνονται διεθνώς αντίστοιχα προγράμματα – στόχοι, δομές, περιεχόμενο, διάρκεια, φορείς υλοποίησης και χρηματοδότησης, κ.ά.
(ιι) καθώς και οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στις διαστάσεις αυτές των ολοήμερων προγραμμάτων.

Στην συνέχεια παρουσιάζεται η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στη διεξαγωγή της μελέτης αξιολόγησης, η οποία συνίσταται στη συνδυαστική χρήση πολλαπλών μεθόδων και τεχνικών ανάλυσης και επεξεργασίας δεδομένων. Κατά κύριο λόγο χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη κάθε περίπτωσης ολοήμερου προγράμματος:
(ι) ποιοτικές μέθοδοι διεξαγωγής επιτόπιας παρατήρησης και συνεντεύξεων σε βάθος με βασικούς πληροφοριοδότες αναφορικά με τη λειτουργία του υπό εξέταση προγράμματος, και
(ιι) ποσοτικές μέθοδοι επίδοσης δομημένων ερωτηματολογίων με κλειστές και ανοιχτές ερωτήσεις μέσω των οποίων κατεγράφησαν οι εμπειρίες, θέσεις και απόψεις καθενός από τους εμπλεκόμενους στη λειτουργία του ολοήμερου σχολείου φορείς: μαθητές, γονείς, δάσκαλοι και άλλοι εκπαιδευτικοί του απογευματινού προγράμματος.

Το κύριο σώμα της μελέτης αποτελείται από τη λεπτομερή παράθεση όλων των ποιοτικών και ποσοτικών στοιχείων που συλλέχθηκαν για την περιγραφή και την αξιολόγηση του καθενός προγράμματος ξεχωριστά:

1) των πρώτων ολοήμερων σχολείων που λειτούργησαν υπό την αιγίδα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δωδεκανήσου κατά το 1995-6,
2) των σχολείων που λειτούργησαν στη συνέχεια κατά τα έτη 1996-8, επίσης υπό την αιγίδα της Νομαρχιακής αρχής αλλά με διαφορετικές εναλλακτικές μορφές οργάνωσης,
3) του ενός ολοήμερου σχολείου που εξακολούθησε να λειτουργεί μετά την αλλαγή της νομαρχιακής αρχής, υπό τη συνδρομή πλέον της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης,
4) των Τμημάτων Διευρυμένου Ωραρίου που λειτούργησαν από το Υπουργείο Παιδείας στη Δωδεκάνησο κατά τα έτη 1998-2000 και
5) του ενός Πιλοτικού Ολοήμερου Σχολείου που λειτούργησε στη Δωδεκάνησο στα πλαίσια του θεσμού κατά το έτος 1999-2000.

Για κάθε ένα από τα πρόγραμμα αυτά ξεχωριστά παρουσιάζονται και αναλύονται στοιχεία που αφορούν:

1) τη δομή, οργάνωση και λειτουργία του προγράμματος,
2) την αξιολόγηση του προγράμματος από μαθητές,
3) την αξιολόγηση του προγράμματος από γονείς,
4) την αξιολόγηση του προγράμματος από δασκάλους, και
5) το κάθε κεφάλαιο ολοκληρώνεται με τη διατύπωση των βασικών συμπερασμάτων αναφορικά με τις λειτουργίες και τις επιπτώσεις  της συγκεκριμένης μορφής ολοήμερου προγράμματος.

Η μελέτη ολοκληρώνεται με τη διατύπωση των βασικών συμπερασμάτων που προκύπτουν από την προηγηθείσα ανάλυση και μιας σειράς προτάσεων που αφορούν τις εναλλακτικές δυνατότητες υλοποίησης καθεμιάς εκ των βασικών διαστάσεων ενός ολοήμερου προγράμματος.

Το κεντρικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι «επιβεβαιώθηκαν» από τα δεδομένα που συλλέχθηκαν και αναλύθηκαν οι βασικές υποθέσεις της έρευνας ότι η εφαρμογή των ολοήμερων σχολείων έχει θετικές επιπτώσεις, κοινωνικές, εκπαιδευτικές και πολιτικές και ότι, παρά την υψηλή λογιστική δαπάνη που η λειτουργία τους συνεπάγεται, το ισοζύγιο κοινωνικού οφέλους -κόστους είναι εν τέλει θετικό. Και είναι θετικό, γιατί δεν αποτελεί απλώς ένα αποσπασματικό μέτρο κοινωνικής μέριμνας για παιδιά εργαζομένων γονέων, αλλά γιατί -σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό- επαναπροσδιορίζει την οργάνωση και το περιεχόμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ενεργοποιώντας ταυτόχρονα το σύνολο των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας προς την κατεύθυνση αυτή.

Επίσης συμπεραίνουμε ότι «επιβεβαιώνονται» οι επιμέρους υποθέσεις εργασίας που αφορούν κάθε μια από τις κεντρικές λειτουργίες που, τόσο ιστορικά όσο και στην προκειμένη περίπτωση, ο θεσμός του ολοήμερου σχολείου έχει κληθεί να καλύψει. Συγκεκριμένα, οι λειτουργίες που εξετάστηκαν ήταν:
1) η εκπαιδευτική,
2) η ευρύτερη παιδαγωγική και κοινωνικοποιητική,
3) η κοινωνική,
4) η πολιτική, και
5) η οικονομική. Η λεπτομερής παράθεση και ανάλυση των δεδομένων οδηγεί στην αποδοχή της υπόθεσης ότι το ολοήμερο πρόγραμμα, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις που κατεγράφησαν στη στοχοθεσία, στις δομές, την οργάνωση, το φορέα υλοποίησης, το περιεχόμενο της κάθε περίπτωσης, έρχεται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, να επιτελέσει τις παραπάνω λειτουργίες.

Αυτό που διαφοροποιεί το τρόπο και τον βαθμό στον οποίον το κάθε πρόγραμμα επιτελεί κάθε μια από τις λειτουργίες αυτές είναι ο τρόπος με τον οποίο οι κύριες διαστάσεις ενός ολοήμερου προγράμματος έχουν δομηθεί και έχουν λειτουργήσει. Ειδικότερα, από τα δεδομένα της έρευνας προκύπτει ότι οι σημαντικότερες διαστάσεις ενός ολοήμερου προγράμματος που, σε κάθε περίπτωση ανάλυσης αλλά και υλοποίησης ενός ολοήμερου προγράμματος, πρέπει να εξετάζονται είναι οι εξής:

1) Η στοχοθεσία του προγράμματος,
2) η μορφή οργάνωσης και διοίκησης της σχολικής μονάδας,
3) το αναλυτικό πρόγραμμα,
4) το ωρολόγιο πρόγραμμα,
5) η στελέχωση και το ανθρώπινο δυναμικό,
6) η κτιριακή υποδομή,
7) η υλικο-τεχνική υποδομή και το εκπαιδευτικό υλικό, και
8) ο τρόπος σίτισης των μαθητών.

Στη μελέτη αναλύονται διεξοδικά οι εναλλακτικές επιλογές που παρουσιάστηκαν σε κάθε μια από τις διαστάσεις αυτές, παρουσιάζονται τα θετικά και αρνητικά στοιχεία του κάθε προγράμματος σε σχέση με αυτές, και κατατίθενται προτάσεις για περαιτέρω δράσεις υλοποίησης του τόσο σημαντικού αυτού θεσμού.

Εισηγήτριες: Χρ. Βιτσιλάκη, Μ. Κοροτσίδου

Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Πανελλήνιο Συνέδριο, Έρευνα για την ελληνική εκπαίδευση, 21-23 Σεπτεμβρίου 2000, Περιλήψεις Εισηγήσεων, Αθήνα 2000.

 

βλ. επίσης

Αρχή Σελίδας