εκτύπωση σελίδας
 
Έθνος και Δημοκρατία στην Ελληνική Εκπαίδευση (Δ. Χαραλάμπης)

Β΄ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ

Ενέργεια 3.2β «Έρευνα »
Τα ερευνητικά έργα της Ενέργειας 3.2β «Έρευνα» συγχρηματοδοτήθηκαν από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης), Β΄ ΚΠΣ (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, 1997-2000). Το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας ανέλαβε την εποπτεία σαράντα οκτώ ερευνητικών έργων στο πλαίσιο της παραπάνω Ενέργειας. Υπεύθυνος της Ενέργειας 3.2β ήταν ο Kαθηγητής Μιχάλης Κασσωτάκης και Χειριστής  ο Δρ. Βασίλης Σβολόπουλος.

Επιστημονικός Υπεύθυνος: Δημήτριος Χαραλάμπης

Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών

Η έρευνα «Έθνος και Δημοκρατία στην Ελληνική Εκπαίδευση», η οποία ανατέθηκε στο Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας του ΕΚΚΕ από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας πραγματοποιήθηκε κατά το διάστημα  Νοεμβρίου 1998 - Απριλίου 2000. Η έρευνα αυτή προσπαθεί να καλύψει ένα σημαντικό κενό που υφίσταται στο σχεδιασμό τόσο της εκπαιδευτικής πολιτικής, όσο και της γενικότερης πολιτικής απέναντι στους νέους. Το κενό αυτό συνδέεται με την απουσία ερευνών για την πολιτική κουλτούρα των νέων, και έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση της σημασίας του σχεδιασμού μιας πολύπλευρης πολιτικής για την προετοιμασία των νέων για τον ρόλο τους ως πολίτες, σε έναν κόσμο που μετασχηματίζεται με γρήγορους ρυθμούς κλονίζοντας έτσι τις συλλογικές ταυτότητες. Είναι προφανές ότι η πολιτική αυτή δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στο σχολείο, ούτε όμως και να παραβλέψει τη συμβολή του στην προοπτική της ανάπτυξης της κριτικής σκέψης, του ανθρωπισμού, της οικουμενικότητας και της καλλιέργειας του πνεύματος του ώριμου πολίτη.

Αντικείμενο της έρευνας

Αντικείμενο της έρευνας είναι η μελέτη των στάσεων και συμπεριφορών των νέων, των καθηγητών τους και των γονέων τους έναντι βασικών αξιών, κανόνων, αρχών και θεσμών της δημοκρατίας και του έθνους, επί τη βάσει και μέσω των οποίων διαμορφώνεται και αναπτύσσεται η έννοια και η ιδιότητα του πολίτη, και η εθνική ταυτότητα.

Παράλληλα, στόχος μας ήταν να αναδείξουμε τη σημασία εκείνων ακριβώς των διαστάσεων της Εκπαίδευσης οι οποίες συναρτώνται με την έννοια και την πρακτική της δημοκρατικής πολιτικής κουλτούρας και οι οποίες επί μακρόν υποβαθμίζονται.

Tο Δείγμα

Επιλέχτηκαν τρία δείγματα από τον Χρήστο Κελπερή, πρώην Διευθυντή της ΕΣΥΕ, με τυχαία δειγματοληψία, από τους επίσημους καταλόγους των σχολικών μονάδων του ΥΠΕΠΘ:

Α) Μαθητές της Γ΄ τάξης των δημοσίων και ιδιωτικών Γυμνασίων και Λυκείων και των δημοσίων ΤΕΛ  (1998-99)
Β) Καθηγητές δημοσίων και ιδιωτικών Λυκείων και Γυμνασίων και δημοσίων ΤΕΛ
Γ) Γονείς των μαθητών που φοιτούσαν στη Γ΄ τάξη των σχολείων αυτών.
Έτσι, το δείγμα μας αποτέλεσαν 1177 μαθητές Γυμνασίων (673) και Λυκείων (504), 397 Καθηγητές και 816 Γονείς, από όλες τις περιοχές της χώρας.

Η προσέγγιση αυτή μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη διαμόρφωση διαφορετικών στάσεων στα ζητήματα του έθνους, της ταυτότητας και της δημοκρατίας και διαφορετικών αξιών ανάλογα με τον κοινωνικό ρόλο και το επίπεδο κοινωνικής ενσωμάτωσης κάθε γενεάς.

Μεθοδολογία

Σε ένα πρώτο στάδιο, πραγματοποιήθηκε συλλογή, ανάλυση και αξιοποίηση της εγχώριας και διεθνούς βιβλιογραφίας που οριοθετούσε το γνωστικό πεδίο των αντικειμένων της έρευνας σε δύο βασικές περιοχές: το έθνος, την εθνική ταυτότητα και τη θεωρία περί δημοκρατίας και πολιτικής κουλτούρας, με κεντρική έμφαση στην δευτερογενή ως προς τη θεωρία αυτή, θεματική της πολιτικής κοινωνικοποίησης. Παράλληλα αξιοποιήθηκαν συναφή προς το αντικείμενο δεδομένα και πορίσματα από εθνικές και διεθνείς έρευνες.

Σε δεύτερο στάδιο κατασκευάστηκαν κεντρικές κατηγορίες εμπειρικού τύπου με βάση τις έννοιες που επιλέγησαν ως κατάλληλες για την οριοθέτηση της θεματικής του έργου. Οι κατηγορίες αυτές εμπειρικού τύπου συναρμόστηκαν προς την κλίμακα της λογικής η οποία διέπει τη βασική μονάδα δειγματολειπτικής έρευνας, δηλαδή την ερώτηση/μεταβλητή του δομημένου ερωτηματολογίου. Σε αυτή την ενότητα εργασίας συμπεριλάβαμε την επιλογή των κατάλληλων στατιστικών τεχνικών μέτρησης στάσεων (κλίμακες και δείκτες).

Η έρευνα έγινε με δομημένο ερωτηματολόγιο που διανεμήθηκε στους μαθητές (αυτοσυμπληρούμενο), ενώ στους καθηγητές και στους γονείς πραγματοποιήθηκαν προσωπικές συνεντεύξεις.

Όπως φαίνεται και από τον τίτλο της έρευνας, προσπαθήσαμε να μελετήσουμε τη σχέση ανάμεσα στο έθνος και τη δημοκρατία, ανάμεσα στην εθνική ταυτότητα και τους πολιτικούς θεσμούς. Στο πλαίσιο που ορίζεται από αυτήν τη σχέση, μελετήσαμε τις εξής παραμέτρους:

Α.  Το ζήτημα της δημοκρατίας και την κρίση του πολιτικού συστήματος
Β.  Τους αξιακούς προσανατολισμούς και τις στάσεις έναντι της κοινωνίας
Γ.  Την Εκκλησία και τη θρησκεία
Δ.  Τις αξίες, στάσεις και πρακτικές στο χώρο του σχολείου
Ε.  Το Έθνος και την εθνική ταυτότητα
ΣΤ. Τις στάσεις απέναντι στους ξένους

Βασικά συμπεράσματα

Τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τη μελέτη αυτών των παραμέτρων, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

Η στάση των πληθυσμών απέναντι στο δημοκρατικό πολίτευμα χαρακτηρίζεται από:

  1.  υψηλό βαθμό προσήλωσης στη Δημοκρατία ως γενική πολιτική μορφή.
  2. αποδοχή της πιθανότητας δικτατορικής διακυβέρνησης από ένα σημαντικό ποσοστό των μαθητών, σχεδόν τριπλάσιο ή και τετραπλάσιο από το αντίστοιχο ποσοστό των ενηλίκων
  3. μειωμένη ικανοποίηση από τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας (ιδιαίτερα έντονη στους μαθητές: πάνω από 50%)
  4. περιορισμένο ενδιαφέρον για την πολιτική
  5. απαξίωση των θεσμών που συνδέονται με τη δημοκρατική νομιμότητα, όπως η Βουλή, συνδυασμένη με αυξημένη εμπιστοσύνη σε θεσμούς που δεν εξαρτώνται από την διαδικασία εφαρμογής της δημοκρατικής αρχής νομιμοποίησης, όπως η Εκκλησία και ο Στρατός.

Τα ευρήματα αυτά αποκαλύπτουν την απαξίωση της πολιτικής και των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τόσο στο σύνολο του πληθυσμού όσο και -και αυτό έχει τη βαρύνουσα σημασία- κυρίως ανάμεσα στους νέους. Αυτό το γεγονός καταγράφεται και στον δείκτη πολιτικής αλλοτρίωσης που κατασκευάσαμε από την πολυμεταβλητή ερώτηση περί πολιτικής αλλοτρίωσης, και στον οποίο δώσαμε τιμές 1-4. Στην τιμή 1 του δείκτη (Αλλοτριωμένοι) παρατηρούμε ότι τα ποσοστά είναι ιδιαίτερα αυξημένα για τους Γονείς και τους μαθητές του Λυκείου και λίγο χαμηλότερα για τους Καθηγητές και τους μαθητές του Γυμνασίου. Ωστόσο, οι τιμές 1 και 2 δείχνουν ότι οι πληθυσμοί είναι σχεδόν μοιρασμένοι, με τους μαθητές να εμφανίζουν  αυξημένη πολιτική αλλοτρίωση.

Εξετάζοντας αρχικά το αξιακό σύστημα των τεσσάρων πληθυσμών και βασιζόμενοι σε μια τυπολογία αξιών που προκύπτει από συναφείς κοινωνικές έρευνες, καταλήξαμε σε μια σειρά συμπερασμάτων. Πρώτη βασική διαπίστωση, είναι ότι η αξία της δημοκρατικότητας συγκεντρώνει πολύ υψηλά ποσοστά προτίμησης από τους μαθητές γυμνασίου και λυκείου και κατατάσσεται στην πρώτη θέση στον κατάλογο των αξιών που θεωρούν ότι πρέπει να διαδίδονται στην κοινωνία.

Από κει και πέρα οι μαθητές κλίνουν προς συλλογικές παραδοσιακές αξίες όπως οι καλοί τρόποι συμπεριφοράς, η θρησκευτική πίστη και η υπερηφάνεια για την πατρίδα. Και οι Γονείς κλίνουν προς τις παραδοσιακές αξίες, (καλοί τρόποι συμπεριφοράς, θρησκευτική πίστη, σκληρή δουλειά) ενώ οι Καθηγητές υιοθετούν νεωτερικές αξίες όπως η ανοχή και ο σεβασμός για τους άλλους, η αλληλεγγύη και η υπευθυνότητα.

Αντίστοιχα, όλοι οι πληθυσμοί, πλην των μαθητών του Λυκείου, κλίνουν προς την άποψη ότι «το σχολείο θα πρέπει να προσανατολίζει τους μαθητές στις παραδοσιακές μας αξίες (Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια)» έναντι της αντίληψης ότι «το σχολείο πρέπει να καλλιεργεί την ελευθερία των μαθητών να προσανατολίζονται σε όποιες αξίες αυτοί θέλουν».

Η θρησκεία είτε ως Θεσμός, ως Εκκλησία, είτε ως συναίσθημα, (πίστη) καταλαμβάνει σημαντική θέση στις ιεραρχήσεις των πληθυσμών του δείγματός μας. Στη θρησκευτική πρακτική ένα ποσοστό περίπου 30% όλων των πληθυσμών –πλην των μαθητών Λυκείου– εμφανίζονται να πηγαίνουν στην εκκλησία τουλάχιστον 2-3 φορές το μήνα, μπορούν δηλαδή να ενταχθούν στην κατηγορία των «ενεργών» πιστών.

Παράλληλα, η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών είναι πρόθυμη να εκχωρήσει στην Εκκλησία σημαντικό παρεμβατικό ρόλο στο ζήτημα της απασχόλησης (ανεργία), στο εκπαιδευτικό σύστημα και στα θέματα της οικογένειας, δηλαδή σε θέματα «μεγάλα» και «σοβαρά», αρνείται όμως να αποδεχθεί στον ίδιο βαθμό, τη δυνατότητα παρέμβασης  της Εκκλησίας  σε θέματα τα οποία άπτονται άμεσα της ιδιωτικής ζωής  όπως είναι οι προγαμιαίες σχέσεις και η άμβλωση.

Πέρα από τις διαφοροποιήσεις αυτές, ωστόσο, η Ορθοδοξία φαίνεται να αποτελεί έναν σταθερό πόλο αναφοράς. Η Εκκλησία αποτελεί το θεσμό που συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από άλλους θεσμούς μεταξύ των μαθητών και των Γονέων, γεγονός που μπορεί να σημαίνει ότι αναπληρώνει αξιακά και συμβολικά το κενό που αφήνει η λειτουργία των «εκκοσμικευμένων» κρατικών θεσμών. Παράλληλα, η εθνικοποιημένη Ορθοδοξία διευκολύνει τις διακρίσεις μεταξύ εθνικού εαυτού και ετερότητας, ενισχύοντας την εθνική ταυτότητα στα ευαίσθητα σημεία της, εκεί δηλαδή που συσκοτίζονται τα όρια. Γι’ αυτό το λόγο και η πλειοψηφία όλων των πληθυσμών του δείγματος προκρίνει την άποψη ότι «το σχολείο πρέπει να τονίζει τη διαχρονική αξία της Χριστιανικής Ορθοδοξίας» έναντι της αντίληψης ότι «το σχολείο δεν πρέπει να παίρνει θέση σε θέματα θρησκευτικής πίστης».

Στο πλαίσιο που διαμορφώνεται από όσα προηγήθηκαν, προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε το ρόλο που επιφυλάσσουν στο Σχολείο, οι μαθητές, οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς . Οι στάσεις και οι αντιλήψεις τους μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

Α) προκρίνουν ένα είδος σχολικής κοινωνικοποίησης επικεντρωμένο στην παραδοσιακότητα και την «ελληνικότητα»
Β) προσλαμβάνουν το σχολείο μέσα από σχετικά συντηρητικά παραδοσιακά μοντέλα αγωγής, ενώ ταυτόχρονα «διαμαρτύρονται» ότι δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας και αδυνατεί να προετοιμάσει τους μαθητές για την ένταξή τους σε αυτήν.
Γ) παρά το γεγονός ότι οι καθηγητές εμφανίζονται να είναι προσηλωμένοι σε συλλογικές αξίες και ανεκτικοί έναντι της πολιτισμικής διαφοράς, το σχολείο δεν φαίνεται να κατορθώνει να καταστήσει τους μαθητές κοινωνούς αυτών των αντιλήψεων.

Φαίνεται λοιπόν  ότι το ελληνικό σχολείο βρίσκεται στο σταυροδρόμι ενός μετέωρου εκσυγχρονισμού, που αδυνατεί να συμβιβάσει τα νεωτερικά στοιχεία με την καθημερινή παραδοσιακότητα.

Στρεφόμενοι στον άξονα του έθνους και της εθνικής ταυτότητας, κατασκευάσαμε μία κλίμακα εθνοκεντρισμού, με τη χρήση 8 μεταβλητών. Η κλίμακα περιελήφθη μόνο στα ερωτηματολόγια των μαθητών. Η παραγοντική ανάλυση της κλίμακας έδειξε ότι οι μαθητές κλίνουν προς μία πολιτισμική πρόσληψη της ταυτότητας, η οποία προσδιορίζεται από τις εξής παραμέτρους:

  1. Αμυντική θωράκιση στις παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα και τις συνήθειες
  2. Εμμονή σε μυθολογικές καταγωγές
  3. Αυτοπαγίδευση σε εξιδανικευτικές νοοτροπίες, που στηρίζονται σε φαντασιώσεις μιας αναλλοίωτης, ενιαίας και διαχρονικής εθνικής «ουσίας».
  4. Επιθυμία σύμπτωσης των ορίων του κράτους με εκείνα του έθνους.

Στα πλαίσια αυτά, η ταυτότητα προσλαμβάνεται ως απειλούμενη.  Η αντίληψη αυτή υποδηλώνει ότι αποδέχονται την πιθανότητα αλλαγής της ταυτότητας, και παράλληλα ότι αντιμετωπίζουν την πιθανότητα αυτή αρνητικά. Γι’ αυτούς η ταυτότητα φαίνεται να γίνεται αντιληπτή ως υπόσταση, η οποία δεν επιτρέπεται να ελαττωθεί, διότι οποιαδήποτε παρέμβαση την ανατρέπει συνολικά. Το στοιχείο αυτό μπορεί να αποτελέσει το ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση τόσο του εθνοκεντρισμού όσο και της στάσης απέναντι στους ξένους.

Η κλίμακα εθνοκεντρισμού με τιμές 1-4, επιβεβαιώνει τις παραπάνω παρατηρήσεις καθώς δείχνει ότι η πλειοψηφία των μαθητών υιοθετεί εθνοκεντρικές στάσεις, ακραίες ή μετριοπαθείς.  Οι στάσεις αυτές εν μέρει ενδέχεται να σχετίζονται με την ηλικία του πληθυσμού που εξιδανικεύει τη σημασία της εθνικής ομάδας, όπως δείχνει η σχετική βιβλιογραφία, και με το εκπαιδευτικό curriculum.

Η σχέση με τον εθνικά άλλο διερευνήθηκε κατ’ αρχήν με μια σειρά ερωτημάτων που συγκροτούν την κλίμακα ξενοφοβίας. Η κλίμακα  αυτή, με τιμές 1 (Ξενόφοβοι) έως 4 (Μη ξενόφοβοι), έδειξε μία ισοκατανομή των πληθυσμών με μικρές αποκλίσεις. Φαίνεται πως δεν μπορούμε να μιλήσουμε  για μια κεντρική τάση  με ξενοφοβικά στοιχεία, πόσο μάλλον που η ξενοφοβία εξαρτάται από τις γενικότερες στάσεις και διαμορφώνεται με βάση ποικίλα ερεθίσματα (π.χ. στερεότυπα, ΜΜΕ, κλπ.).Όμως είναι προφανές ότι το κύριο χαρακτηριστικό των στάσεων  δεν είναι η ανοχή.

Παράλληλα, ο δείκτης ενόχλησης από τους ξένους (1-3) υποδεικνύει ότι το μεγαλύτερο μέρος των μαθητών και η πλειοψηφία των ενηλίκων (Καθηγητών και Γονέων) εμφανίζονται να μην ενοχλούνται από τους ξένους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ωστόσο το γεγονός ότι το ένα τρίτο περίπου των μαθητών υιοθετεί μία στάση ανάμεσα στην ενόχληση και τη μη-ενόχληση. Ακόμη μικρότερη είναι η ενόχληση από τους αλλόθρησκους, καθώς η πλειοψηφία των μαθητών και ένα ποσοστό άνω του 70% των ενηλίκων εμφανίζονται να μην ενοχλούνται καθόλου.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν σκληρό, ρατσιστικό εθνικισμό, αλλά με έναν εξιδανικευμένο «εθνοτικό» εθνοκεντρισμό, ο οποίος αφήνει περιθώρια αντιμετώπισής του. Και αυτά τα περιθώρια θα πρέπει να καλύψουν τόσο το εκπαιδευτικό σύστημα, όσο και οι υπόλοιποι θεσμοί που παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση της εθνικής και πολιτικής ταυτότητας.

Εισηγητής: Δημήτριος Χαραλάμπης

Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Πανελλήνιο Συνέδριο, Έρευνα για την ελληνική εκπαίδευση, 21-23 Σεπτεμβρίου 2000, Περιλήψεις Εισηγήσεων, Αθήνα 2000.

 

βλ. επίσης

Αρχή Σελίδας