Β΄ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ
Ενέργεια 3.2β «Έρευνα » Τα ερευνητικά έργα της Ενέργειας 3.2β «Έρευνα» συγχρηματοδοτήθηκαν από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης), Β΄ ΚΠΣ (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, 1997-2000). Το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας ανέλαβε την εποπτεία σαράντα οκτώ ερευνητικών έργων στο πλαίσιο της παραπάνω Ενέργειας. Υπεύθυνος της Ενέργειας 3.2β ήταν ο Kαθηγητής Μιχάλης Κασσωτάκης και Χειριστής ο Δρ. Βασίλης Σβολόπουλος.
Επιστημονικός Υπεύθυνος: Λ. Μαράτου-Αλιπράντη
Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών
Κάτω από τις μεταβαλλόμενες δημογραφικές, κοινωνικο-οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες, γίνεται επιτακτική η ανάπτυξη και η συνεχής αναβάθμιση της ποιότητας των εκπαιδευτικών θεσμών κάθε σύγχρονης κοινωνίας. Στο σύνθετο σύγχρονο κόσμο, η αύξηση του πολιτισμικού κεφαλαίου με την υψηλότερη μόρφωση ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός ατόμων θα συμβάλλει μεταξύ άλλων στην οικονομική ευημερία, στην προαγωγή της υγείας και στην κοινωνική δικαιοσύνη.
Η μεταπολεμική περίοδος στην Ελλάδα είναι μια περίοδος ραγδαίων κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών που συντελούν στην μεταβολή των δημογραφικών δομών και προσδιορίζουν την αναπαραγωγική συμπεριφορά του πληθυσμού. Έτσι, η σημαντική μείωση της γεννητικότητας που παρατηρείται από τη δεκαετία του '80 στη χώρα μας έχει επιφέρει αλλαγές στην ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού γεγονός που συνεπάγεται αναπόφευκτες επιπτώσεις στο εργατικό δυναμικό, στο σχολικό πληθυσμό, στο σύστημα υγείας και κοινωνικής ασφάλισης και σε άλλους χώρους.
Στα πλαίσια της παρούσας μελέτης επιχειρείται η ποσοτική δημογραφική προσέγγιση της εκπαίδευσης. Αναλύονται τα χαρακτηριστικά του σχολικού πληθυσμού και η συμμετοχή του πληθυσμού στην εκπαίδευση βάσει μιας δέσμης δεικτών γενικού και ειδικού περιεχομένου.
Για τη διεξαγωγή της έρευνας χρησιμοποιήθηκε η μεθοδολογία της δευτερογενούς ανάλυσης, δηλαδή η περαιτέρω επεξεργασία και ανάλυση αρχείων δεδομένων τα οποία έχουν προκύψει από άλλες υπάρχουσες πηγές ή και από προηγούμενες συναφείς έρευνες. Ως πηγές πληροφόρησης, χρησιμοποιήθηκαν, κατά κύριο λόγο, οι Απογραφές Πληθυσμού των ετών 1971, 1981, και 1991 και οι ετήσιες Στατιστικές Φυσικής Κίνησης Πληθυσμού των ετών 1970-1972, 1980-82, 1990-92. Επίσης, στατιστικές για το σχολικό πληθυσμό από τις Στατιστικές της Εκπαίδευσης, των ετών 1970-1997.
Τα κυριότερα συμπεράσματα που είναι δυνατόν να αντληθούν από την ανάλυση και την επεξεργασία των δημογραφικών και σχολικών δεδομένων είναι τα ακόλουθα:
- Το δημογραφικό περιβάλλον της Ελλάδας κατά την τριακονταετία 1970-2000 παρουσιάζει δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά ανάλογα με εκείνα των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η γεννητικότητα εμφανίζει συνεχή υποχώρηση, η οποία εντάθηκε μετά το 1980, ήδη δε διαμορφώνεται σε επίπεδα που δεν εξασφαλίζουν την ανανέωση των γενεών, ενώ συντείνουν στη συρρίκνωση του ρυθμού φυσικής αύξησης και ωθούν σε μείωση του μεγέθους του πληθυσμού μας στο μέλλον.
- Ο σχολικός πληθυσμός προέρχεται από την μείζονα ηλικιακή ομάδα των 5-34 ετών του συνολικού πληθυσμού, το δε ετήσιο μέγεθός του κατά την εξεταζόμενη περίοδο, 1970-1997, παρουσίασε δύο προφανώς διακριτές μεταξύ τους τάσεις: μία αυξητική στην περίοδο 1970-1988 και μία πτωτική στην περίοδο 1989-1997.
- Το εξελικτικό αυτό πρότυπο ισχύει και για τα δύο φύλα αλλά με διαφορετικές επιταχύνσεις υπέρ των κοριτσιών. Ο σχολικός πληθυσμός των κοριτσιών συμμετείχε με εντονότερο ρυθμό στην ανοδική τάση της περιόδου 1970-1988 και με ηπιότερο ρυθμό στην καθοδική τάση της περιόδου 1988-1997, με αποτέλεσμα να αυξάνεται προοδευτικά η συμμετοχή των κοριτσιών στο εκπαιδευτικό σύστημα και να αμβλύνονται οι μεταξύ των φύλων διαφορές.
- Η προσδοκώμενη διάρκεια της σχολικής ζωής κατά την ηλικία εισόδου του ατόμου στο εκπαιδευτικό σύστημα επιμηκύνεται με την πάροδο του χρόνου συνεχώς προσεγγίζοντας σήμερα τα 13 έτη.
- Η εξέλιξη του σχολικού πληθυσμού εμφανίζεται διαφοροποιημένη κατά βαθμίδα εκπαίδευσης. Έτσι, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ο σχολικός πληθυσμός ακολούθησε πτωτική τάση σε ολόκληρη τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, με ιδιαίτερη όμως επιτάχυνση μετά το 1988-89, εξαιτίας της άμεσης συσχέτισής του με την έντονα καθοδική πορεία της γεννητικότητας μετά το 1980. Αντίθετα, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ο σχολικός πληθυσμός εξελίχθηκε με ήπιο ανοδικό ρυθμό, αφενός επειδή το μέγεθός του εξαρτάται από τη σχετικά υψηλή γεννητικότητα του απώτερου παρελθόντος και αφετέρου λόγω της βαθμιαία αυξανόμενης συμμετοχής του πληθυσμού στις μη υποχρεωτικές βαθμίδες της εκπαίδευσης αυτής. Τέλος, στη τριτοβάθμια εκπαίδευση ο σχολικός πληθυσμός παρουσίασε την πιο έντονη αύξηση, εξαιτίας προφανώς της προοδευτικά ενισχυόμενης συμμετοχής του πληθυσμού στη βαθμίδα αυτή και της πλήρους αποδέσμευσής του από τις πρόσφατες καθοδικές ροπές της γεννητικότητας.
- Η συμμετοχή του πληθυσμού στην εκπαίδευση διαφοροποιείται κατά βαθμίδες. Εμφανίζεται σχεδόν καθολική στην πρωτοβάθμια σχεδόν 97%, ενδιάμεση στη δευτεροβάθμια και χαμηλή στην τριτοβάθμια, στην οποία διπλασιάζεται το ποσοστό συμμετοχής από 7,5% τη δεκαετία του '70 σε 15% περίπου. Με την πάροδο του χρόνου η συμμετοχή του πληθυσμού στις βαθμίδες της μη υποχρεωτικής εκπαίδευσης αυξάνεται συνεχώς, η αύξηση δε αυτή, αφορά περισσότερο τον πληθυσμό των κοριτσιών.
- Με βάση τα αποτελέσματα των δημογραφικών προβολών του πληθυσμού στο μέλλον (2000-2015) προβλέπεται ότι ο συνολικός πληθυσμός σχολικής ηλικίας θα εξακολουθήσει να μειώνεται. Κατά βαθμίδα, ο πληθυσμός των ηλικιών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης εικάζεται ότι θα παραμείνει στάσιμος, ο πληθυσμός των ηλικιών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα εξακολουθήσει να μειώνεται με σχετικά συγκρατημένο ρυθμό και τέλος, ο πληθυσμός των ηλικιών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα τείνει να μειώνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό.
Τα ευρήματα σχετικά με τις εξελίξεις του σχολικού πληθυσμού και τη συμμετοχή του πληθυσμού στην εκπαιδευτική διαδικασία, που αναλύονται στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη από τις αρμόδιες υπηρεσίες και διευθύνσεις του ΥΠΕΠΘ (όπως Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων, ΟΕΔΒ, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο κ.λπ.) κατά τη λήψη των εκπαιδευτικών αποφάσεων, και ειδικότερα στον αναπτυξιακό σχεδιασμό και εν γένει στον προγραμματισμό των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων και αναγκών σε κτίρια, σε διδακτικό προσωπικό όλων των βαθμίδων.
Εισηγητές-Ερευνητική Ομάδα: Λ. Μαράτου-Αλιπράντη, Μ. Παπαδάκης, Χ. Μπάγκαβος, Β. Παπλιάκου, Ε. Τσανίρα
Εξωτερικοί Συνεργάτες: Χ. Βασιλόπουλος, Α. Χριστοφή
Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Πανελλήνιο Συνέδριο, Έρευνα για την ελληνική εκπαίδευση, 21-23 Σεπτεμβρίου 2000, Περιλήψεις Εισηγήσεων, Αθήνα 2000.
βλ. επίσης
|