εκτύπωση σελίδας
 
Εξελικτική αποτύπωση της αγοράς εργασίας των Μηχανικών και η κοινωνική τους κινητικότητα (Ε. Παπαγιαννάκης)

Β΄ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ

Ενέργεια 3.2β «Έρευνα »
Τα ερευνητικά έργα της Ενέργειας 3.2β «Έρευνα» συγχρηματοδοτήθηκαν από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης), Β΄ ΚΠΣ (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, 1997-2000). Το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας ανέλαβε την εποπτεία σαράντα οκτώ ερευνητικών έργων στο πλαίσιο της παραπάνω Ενέργειας. Υπεύθυνος της Ενέργειας 3.2β ήταν ο Kαθηγητής Μιχάλης Κασσωτάκης και Χειριστής  ο Δρ. Βασίλης Σβολόπουλος.

Επιστημονικός Υπεύθυνος: Ελευθέριος Παπαγιαννάκης

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

Η κοινωνική κινητικότητα στο χώρο των υποψηφίων μηχανικών την τελευταία πενταετία: Κοινωνικοοικονομική προέλευση των φοιτητών του ΕΜΠ – Δείκτες ανισότητας

Η έρευνα αφορά την κοινωνικοοικονομική προέλευση των φοιτητών του ΕΜΠ στο σύνολό τους, τη μεταξύ τους σύγκριση κατά Τμήμα και τη μέτρηση δεικτών ανισότητας πρόσβασης στο Ίδρυμα λόγω της οικογενειακής κατάστασης του φοιτητή. Η έρευνα διεξήχθη με την διανομή και συμπλήρωση ερωτηματολογίων. Διανεμήθηκαν ερωτηματολόγια στους νεοεισελθόντες φοιτητές του '97,'98 και '99. Για το '97 και '98 η έρευνα περιορίσθηκε στα Τμήματα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών, Χημικών Μηχανικών και Μεταλλειολόγων Μηχανικών, αλλά λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος των στοιχείων που προέκυψαν, η έρευνα επεκτάθηκε και στα εννέα τμήματα του ΕΜΠ.

Τα ερωτηματολόγια ζητούσαν πληροφορίες για:
α) το φύλο,
β) το είδος του σχολείου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Ιδιωτικό, Δημόσιο),
γ) το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονέων (μητέρας και πατέρα ξεχωριστά),
δ) το οικογενειακό εισόδημα της οικογένειας,
ε) τον αριθμό των οικονομικά υποστηριζόμενων αδελφών (για πιθανή στάθμιση του εισοδήματος) και τέλος
στ) το αν εργαζόταν ή εργάζεται ο ερωτώμενος φοιτητής. Δεδομένου ότι η συμπλήρωση των ερωτηματολογίων ήταν προαιρετική αλλά κυρίως ανώνυμη, αυτό κατέστησε αδύνατο το τελευταίο στάδιο της έρευνας, που ήταν η παρακολούθηση της προόδου των φοιτητών κατά την διάρκεια των σπουδών τους ως συνάρτηση του οικογενειακού τους υποβάθρου.

Τα παραπάνω στοιχεία εισήχθησαν στον Η/Υ και επεξεργάστηκαν ηλεκτρονικά. Εκτός από τα συνήθη ιστογράμματα έγιναν και συσχετίσεις 2ου βαθμού, π.χ. υπολογίστηκε το ποσοστό των φοιτητών που φοίτησε σε ιδιωτικό σχολείο και η οικογένειά του ανήκει σε δοσμένο οικονομικό κλιμάκιο ή π.χ. το ποσοστό των φοιτητών που η οικογένειά τους ανήκει στο άλφα οικονομικό κλιμάκιο και ο πατέρας έχει το βήτα εκπαιδευτικό επίπεδο. Είναι προφανές ότι όλα αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν να αποτυπωθούν σε μια περίληψη. Εδώ θα παρουσιασθούν συνοπτικά τα τρία κυριότερα: Η εξάρτηση από το οικογενειακό εισόδημα, το εκπαιδευτικό επίπεδο και το είδος του σχολείου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Στην έρευνα που διενεργήθηκε, η στατιστική κατανομή των φοιτητών, κατά οικογενειακό εισόδημα Ε υπολογίσθηκε για τα κλιμάκια
α) Ε < 250.000,
β) 251.000  Ε <350.000,
γ) 351.000   Ε <500.000,
δ) 501.000   Ε < 600.000 και
ε) Ε > 600.000.

Σαν καλό συνοπτικό κριτήριο του δείκτη κοινωνικής ανισότητας μπορεί να ληφθεί το ποσοστό των φοιτητών που ανήκουν στα κλιμάκια ε) και δ), δηλαδή αυτοί που έχουν οικογενειακό εισόδημα >500.000 δρχ. Το ποσοστό των οικογενειών πανελλαδικά (ανεξαρτήτως αν έχουν και παιδιά φοιτητές) είναι περίπου 12% (πηγή: ΕΣΥΕ). Εν τούτοις, το ποσοστό των φοιτητών που οι οικογένειές τους ανήκουν στα παραπάνω κλιμάκια ε) και δ) κυμαίνεται στο ΕΜΠ μεταξύ 32% και 53%. Παρά το γεγονός ότι τα οικονομικά στοιχεία της ΕΣΥΕ εμπεριέχουν κάποια υποβάθμιση λόγω φοροδιαφυγής, η διαφορά εξακολουθεί να παραμένει μεγάλη. Αξιοσημείωτο είναι ότι η μεγαλύτερη ανισότητα προέρχεται από τα τμήματα με τη μεγαλύτερη δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης και η μικρότερη από τα τμήματα με την μικρότερη δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης. Η κατάσταση αυτή φαίνεται να μη μεταβάλλεται χρονικά τα 3 τελευταία χρόνια.

Η ανισότητα που προκύπτει από το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας είναι ακόμα μεγαλύτερη. Ενώ το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που κατέχει πανεπιστημιακό πτυχίο κυμαίνεται (ανάλογα με την ηλικία) από 5% έως 10%, εν τούτοις το ποσοστό των φοιτητών μ’ ένα γονέα ανώτερου μορφωτικού επιπέδου (συμπεριλαμβανομένων και των ΤΕΙ) κυμαίνεται στο ΕΜΠ από 50% έως 80%. Όπως και πριν, η μεγαλύτερη ανισότητα εμφανίζεται στα τμήματα με την μεγαλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση. Τέλος, όσον αφορά το είδος του σχολείου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, από τη μια πλευρά αληθεύει ότι η πλειοψηφία προέρχεται από δημόσια σχολεία, από την άλλη, όμως, το ποσοστό των φοιτητών που προέρχεται από ιδιωτικά σχολεία είναι δυσανάλογο μεγάλο. Ενώ το ποσοστό των ελληνοπαίδων που εκπαιδεύονται σε ιδιωτικά σχολεία είναι περίπου 5%, σε ορισμένα τμήματα του ΕΜΠ το ποσοστό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 15-20%.

Το τελευταίο στάδιο της έρευνας, αφορούσε τη συλλογή και επεξεργασία στοιχείων αποφοίτων του 1999. Για το λόγο αυτό ζητήθηκαν μέσω των ερωτηματολογίων δύο ακόμη πληροφορίες: ο βαθμός διπλώματος των αποφοίτων και η διάρκεια των σπουδών του. Λόγω του προσωπικού χαρακτήρα των δύο αυτών στοιχείων, η συμμετοχή των αποφοίτων στη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων υπήρξε εξαιρετικά περιορισμένη. Έτσι, δεν κατέστη δυνατή η συλλογή στατιστικώς σημαντικού αριθμού ερωτηματολογίων και η επεξεργασία των στοιχείων παρουσιάζει αρκετές ελλείψεις.

Εισηγητής: Ι. Ξανθάκης

Εύρεση και αποτύπωση της εξέλιξης στην αγορά εργασίας των μηχανικών σε νευραλγικούς ελληνικούς και ευρωπαϊκούς τομείς

Αντικείμενο της παρουσίασης είναι η διερεύνηση και αποτύπωση των κρίσιμων εξελίξεων στην αγορά εργασίας των μηχανικών στον ελληνικό χώρο κατά την πρόσφατη περίοδο, σε συνδυασμό με τα δεδομένα της σύγχρονης εκπαίδευσης στις ειδικότητες του μηχανικού.  Αποτελεί αυτοδύναμη ενότητα του ερευνητικού έργου “Εξελικτική αποτύπωση της αγοράς εργασίας των μηχανικών και η κοινωνική τους κινητικότητα” με Επιστημονικό Υπεύθυνο τον Ε. Παπαγιαννάκη, Αντιπρύτανη ΕΜΠ.
Οι κύριοι στόχοι του ερευνητικού έργου συνοπτικά εντάσσονται στο ακόλουθο δίπτυχο:

α) Καταγραφή των σύγχρονων αναγκών που δημιουργούνται για νέες ειδικότητες – εξειδικεύσεις των μηχανικών, όπως αυτές αποτυπώνονται στην ελληνική πραγματικότητα.
β) Εξέταση της εκπαίδευσης των μηχανικών σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, μέσω επιλεγμένων ειδικοτήτων (τμημάτων ΑΕΙ) στη βάση κριτηρίων που καθορίστηκαν από τις ανάγκες της έρευνας.

Η μεθοδολογική προσέγγιση του σύνθετου θέματος της διερεύνησης της εξελικτικής πορείας της αγοράς εργασίας των μηχανικών σε συνδυασμό με την παρεχόμενη εκπαίδευσή τους, διαρθρώνεται στους ακόλουθους άξονες:

Α. Αναλυτική καταγραφή  ειδικοτήτων-ειδικεύσεων μηχανικών, όπως αυτές εμφανίζονται στην αγορά εργασίας σε συνδυασμό με τη δομή των πανεπιστημιακών σπουδών (προπτυχιακού και μεταπτυχιακού επιπέδου). Συγκριτική εξέταση με τις διαμορφωμένες συνθήκες και δεδομένα της αγοράς εργασίας και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης των μηχανικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Β. Εντοπισμός θεματικών πεδίων διεπιστημονικού χαρακτήρα (που θεραπεύονται από διαφορετικές ειδικότητες, όπως αυτές εμφανίζονται στη σημερινή δομή των πανεπιστημιακών τμημάτων) καθώς και νευραλγικών τομέων αιχμής, καθοριστικών για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας στο άμεσο μέλλον.

Γ. Πιλοτική εφαρμογή σε τρεις επιλεγμένες ειδικότητες (Αρχιτέκτονες, Ηλεκτρολόγοι, Μεταλλειολόγοι-Μεταλλουργοί) για λεπτομερέστερη εξέταση των θεμάτων που άπτονται της κατάρτισης, εξειδίκευσης μέσω των πανεπιστημιακών τους σπουδών αλλά και των απαιτήσεων της σύγχρονης ελληνικής αγοράς εργασίας.

Δ. Περιγραφή και αξιολόγηση υφιστάμενης κατάστασης και συγκριτική θεώρηση (μεταξύ τμημάτων διαφορετικών ΑΕΙ της χώρας) για κάθε επιλεγμένη ειδικότητα βάσει:

  • της δομής των προπτυχιακών σπουδών
  • της δομής μεταπτυχιακών σπουδών – εξειδικεύσεων
  • της διαθέσιμης υποδομής των αντιστοίχων τμημάτων για την υποστήριξη των σπουδών.

Ε. Εξέταση της δυναμικής εξέλιξης της αγοράς εργασίας (για τις τρεις επιλεγμένες ειδικότητες μηχανικού) στον ελληνικό χώρο. Διερεύνηση εντοπισμού γεωγραφικών ενοτήτων που συγκροτούν διαφορετικού «τύπου» αγορές εργασίας για τους μηχανικούς βασιζόμενες σε διαφορετικές απαιτήσεις (π.χ. μητροπολιτικές περιοχές Αθηνών και Θεσ/νίκης, ευρύτερες περιοχές εμβέλειας των «Μεγάλων έργων», μεσαίες πόλεις της Περιφέρειας, εξωαστικός χώρος, νησιωτικές περιοχές, κλπ.)

ΣΤ. Κατευθυντήριες αρχές για τη διαμόρφωση / προσαρμογή στις αναδυόμενες ανάγκες της ελληνικής πραγματικότητας, των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών στους συγκεκριμένους τομείς, αναφορικά με την :

  • εξέλιξη των προγραμμάτων σπουδών
  • ανάπτυξη νέων ειδικοτήτων στα ελληνικά ΑΕΙ
  • εξέλιξη υποδομής και υποστήριξης προγραμμάτων σπουδών στα υφιστάμενα τμήματα των ελληνικών ΑΕΙ.

Ζ. Προδιαγραφές για την ανάπτυξη συστήματος διάχυσης των αποτελεσμάτων της έρευνας.

Τα αποτελέσματα της κάθε ενέργειας αποτέλεσαν εισροή για τα επόμενα βήματα και επανατροφοδότησαν (feed – back) τις αρχικές θεωρήσεις της ερευνητικής ομάδας (υποθέσεις εργασίας).

Κύριες πηγές αναφοράς και άντλησης στοιχείων αποτέλεσαν:

  • μητρώα επαγγελματικών επιμελητηρίων και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της χώρας, εμπλουτισμένα με στοιχεία που αφορούν στην ευρωπαϊκή εμπειρία, τα οποία επεξεργάσθηκε η ερευνητική ομάδα,
  • στοιχεία ή και αποτελέσματα πρόσφατων σχετικών ερευνών και μελετών για τον ελληνικό χώρο, τα οποία αξιοποιήθηκαν από την ερευνητική ομάδα βάσει των κατευθύνσεων της παρούσας έρευνας.

Από τα συμπεράσματα της ερευνητικής αυτής εργασίας, επιλέγεται η καταγραφή των ακολούθων δύο καινοτόμων θεμάτων που αναδείχθηκαν κατά την ολοκλήρωση του ερευνητικού έργου και τα οποία κατά την άποψη της ερευνητικής ομάδας παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και χρήζουν λεπτομερέστερης εξέτασης.

1. Από την εξέταση της εξελικτικής πορείας των χαρακτηριστικών της αγοράς εργασίας αναδεικνύονται «νέου τύπου» δεδομένα για τις δραστηριότητες των ελλήνων μηχανικών, που «υπαγορεύουν» και νέου τύπου «αναγκαιότητες - προσαρμογές» για την εκπαιδευτική διαδικασία.

Η «ευελιξία» στην απασχόληση των μηχανικών αναδεικνύεται από το παρόν ερευνητικό έργο ως μία από τις βασικές συνιστώσες της αντίστοιχης αγοράς εργασίας κατά την πρόσφατη περίοδο. Η «ευελιξία» αυτή συνίσταται στην αποτύπωση της αναγκαιότητας για «ευέλικτη εξειδίκευση» των ελλήνων μηχανικών, συμβαδίζοντας σε γενικές γραμμές με τα ευρωπαϊκά δεδομένα.

Παράλληλα αποτυπώνεται στη σύγχρονη αγορά εργασίας μια ιδιόμορφη πολυαπασχόληση - πολυδραστηριότητα των μηχανικών (ανεξαρτήτου «αρχικής ειδικότητας»), η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά με την αναγκαιότητα «ευελιξίας», ολοκληρώνοντας σε μεγάλο βαθμό την εικόνα του σύγχρονου μηχανικού. Σε μικρότερο βαθμό καταγράφονται περιπτώσεις συγκεκριμένων εξειδικεύσεων (μέσω ανάλογων σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου) που ταυτίζονται κατά αποκλειστικό τρόπο με την επαγγελματική δραστηριότητα και τον τομέα απασχόλησης.

2. Από την εξαντλητική καταγραφή των ειδικοτήτων των μηχανικών (με μεγάλο βαθμό λεπτομέρειας) και την εφαρμογή σειράς κριτηρίων ομαδοποίησης σε τομείς ενδιαφέροντος, αναδεικνύεται η «κυριαρχία» θεματικών πεδίων που χρήζουν διεπιστημονικής προσέγγισης και θεραπείας σε επίπεδο πανεπιστημιακών σπουδών.

Σήμερα τα θέματα αυτά σε μεγάλο βαθμό καλύπτονται μονομερώς ή ελλιπώς από συγκεκριμένες επιστημονικές περιοχές (π.χ. περιβάλλον, ανάπτυξη κλπ). Τέτοιου τύπου θεματικά πεδία τα οποία αναδείχθηκαν στα πλαίσια της παρούσας έρευνας αποτελούν κατά την άποψη της ερευνητικής ομάδας ένα σημαντικό πεδίο συζήτησης και ανταλλαγής απόψεων της πανεπιστημιακής κοινότητας αλλά και των επιστημονικών-επαγγελματικών φορέων των μηχανικών με στόχο την αξιολόγηση της υφιστάμενης κατάστασης και την αποτύπωση της μελλοντικής εξέλιξης σε κρίσιμους τομείς για τα ελληνικά και ευρωπαϊκά δεδομένα.

Εισηγήτρια: Ε. Κλαμπατσέα
Επιστημονική Ομάδα: Ε. Κλαμπατσέα, Ι. Σαγιάς, Κ. Βαλεριάνου, Μ. Μπούργος, Ε. Παναγιωτάτου

Εξελικτική αποτύπωση της αγοράς εργασίας των μηχανικών και η κοινωνική τους κινητικότητα συγκριτική διερεύνηση της αρχικής και συνεχιζόμενης κατάρτισης σε σχέση με την αγορά εργασίας διερεύνηση δυνατοτήτων ανάπτυξης συστήματος συνεχιζόμενης κατάρτισης για τους απόφοιτους

Ο επαγγελματίας διπλωματούχος μηχανικός
Ο διπλωματούχος μηχανικός, ως επάγγελμα παρουσιάζει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και διακρίνεται από άλλα επαγγέλματα ως προς τα εξής: είναι ο υψηλότερα καταρτισμένος έλληνας επιστήμονας, συγκαταλέγεται στην κορυφή της πυραμίδας των τεχνικών επαγγελμάτων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και ασκεί νομοθετικά κατοχυρωμένες δραστηριότητες. Τα χαρακτηριστικά αυτά αναδεικνύουν και τις ιδιαιτερότητες του, ως προς το υπό εξέταση τρίπτυχο "εκπαίδευση - συνεχιζόμενη κατάρτιση - αγορά εργασίας", που βρίσκεται κατά την τελευταία εικοσαετία στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του ευρωπαϊκού κόσμου.

Επαγγελματίας διπλωματούχος μηχανικός στην Ελλάδα είναι ο κάτοχος αφ’ ενός του ακαδημαϊκού τίτλου "Διπλωματούχος Μηχανικός", που χορηγείται από τα ελληνικά ΑΕΙ και συνοδεύεται με μια από τις 15 επιστημονικές ειδικότητες που έχει αποκτήσει, μετά την ολοκλήρωση τριτοβάθμιας εκπαίδευσης πανεπιστημιακού επιπέδου πενταετούς διάρκειας και αφ’ ετέρου του επαγγελματικού τίτλου "Διπλωματούχος Μηχανικός", που χορηγείται από το Τ.Ε.Ε. και συνοδεύεται με μια από τις 9 επιστημονικές ειδικότητες - στις οποίες εντάσσεται αναλόγως του ακαδημαϊκού του τίτλου - με την απόκτηση της άδειας άσκησης επαγγέλματος και την εγγραφή του στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας.

Το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, στο οποίο εγγράφονται υποχρεωτικά όλοι οι διπλωματούχοι μηχανικοί, προκειμένου ν' ασκήσουν το επάγγελμά τους στην Ελλάδα είναι ο θεσμοθετημένος τεχνικός σύμβουλος της πολιτείας και ο επαγγελματικός φορέας των διπλωματούχων μηχανικών.

Η άσκηση του επαγγέλματος του διπλωματούχου μηχανικού στην Ελλάδα καθώς επίσης και ο ακαδημαϊκός και ο επαγγελματικός τίτλος είναι νομοθετικά κατοχυρωμένα. Η σχετική νομοθεσία διέπει τις επαγγελματικές δραστηριότητες και τα επαγγελματικά δικαιώματα, αναλόγως των ειδικοτήτων.

Η άσκηση του επαγγέλματος του μηχανικού στις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας βασίζεται στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας και διέπεται κατά βάση από:

  • την οδηγία 85/384/ΕΟΚ, που υιοθετήθηκε το 1985 και αφορά στις δραστηριότητες του τομέα της αρχιτεκτονικής. Η οδηγία αυτή ρυθμίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των κατόχων των ακαδημαϊκών τίτλων, που έχουν πρόσβαση στην άσκηση δραστηριοτήτων του τομέα της αρχιτεκτονικής, με βάση τα επαγγελματικά δικαιώματα, που συνοδεύουν τον ακαδημαϊκό τίτλο που χορηγείται στη χώρα που εγκαθίσταται ο ενδιαφερόμενος.
  • την οδηγία του Συμβουλίου 89/48/ΕΟΚ, που υιοθετήθηκε το 1989 και αφορά στους επαγγελματίες που ασκούν ένα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα στη χώρα τους. Η οδηγία αυτή ρυθμίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των επαγγελματιών στο εσωτερικό της Κοινότητας, ανεξαιρέτως επαγγέλματος, με βάση τα επαγγελματικά δικαιώματα, που συνοδεύουν τον επαγγελματικό τίτλο που ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει στη χώρα από την οποία προέρχεται

Η εκπαίδευση των διπλωματούχων μηχανικών
Ο κύριος όγκος των διπλωματούχων μηχανικών, που ασκεί επάγγελμα στην Ελλάδα έχει αποκτήσει το δίπλωμα του από τα ελληνικά ΑΕΙ (72 %) και από αυτούς το 66% προέρχεται από τα αρχαιότερα Ιδρύματα (ΕΜΠ, ΑΠΘ, Πανεπιστήμιο Πατρών).

Η βασική εκπαίδευση, που παρέχεται στην Ελλάδα για καθεμιά από τις επιστημονικές ειδικότητες που παράγονται από τα ελληνικά ΑΕΙ χαρακτηρίζεται από υψηλή εξειδίκευση. Καμιά όμως από τις εξειδικεύσεις αυτές δεν αναγράφεται στον ακαδημαϊκό τίτλο που χορηγείται για την αντίστοιχη ειδικότητα. Το γεγονός αυτό, που λειτουργεί αρκετά «προστατευτικά» για το επάγγελμα, συνδέεται κυρίως με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματος στην Ελλάδα.
Από τη συγκριτική διερεύνηση της εκπαίδευσης που παρέχεται στην Ελλάδα και αυτής που παρέχεται στις τρεις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που επελέγησαν (Ιταλία, Γαλλία, Μ. Βρετανία), διαπιστώνεται εξίσου υψηλή εξειδίκευση στις χώρες αυτές, ενώ σημειώνονται διαφοροποιήσεις που σχετίζονται είτε με τις κατευθύνσεις της εξειδίκευσης, αναλόγως του επιπέδου ανάπτυξης κάθε χώρας, είτε με την αποτύπωση της εξειδίκευσης στο χορηγούμενο ακαδημαϊκό τίτλο, αναλόγως του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου άσκησης του επαγγέλματος στη χώρα.

Οι μεταπτυχιακές σπουδές των μηχανικών λειτουργούν επί το πλείστον ως συμπληρωματική εκπαίδευση των βασικών τους σπουδών, ιδίως σε γνωστικά αντικείμενα, που απαιτεί η εξέλιξη της τεχνολογίας, η αγορά εργασίας, αλλά και το ίδιο το κοινωνικό γίγνεσθαι (οικονομία, περιβάλλον, πολιτιστική κληρονομιά κ.ά.). Η ραγδαία ανάπτυξη σε μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών, που παρατηρείται, ιδίως στα νέα εκπαιδευτικά ιδρύματα, μάλλον πρέπει να συνδυαστεί με τις απαιτήσεις που θέτει η αγορά και δεν καλύπτει η συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση, παρά με μελλοντική ανάπτυξη ερευνητικού περιβάλλοντος στη χώρα.

Η συνεχιζόμενη κατάρτιση των διπλωματούχων μηχανικών
Η συνεχιζόμενη κατάρτιση αντιμετωπίστηκε συστηματικά από τους φορείς των μηχανικών μόλις κατά την τελευταία δεκαετία, και ιδίως από το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας (1989) και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στο πλαίσιο των οποίων λειτουργούν σήμερα τα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, ΙΕΚΕΜ ΤΕΕ ΑΕ και ΚΣΕ ΕΜΠ αντιστοίχως.

Τα αντικείμενα κατάρτισης καθορίσθηκαν σημαντικά από την αγορά εργασίας, ήταν ουσιωδώς διαφορετικά από τα γνωστικά αντικείμενα των προγράμματα σπουδών των ΑΕΙ που παράγουν μηχανικούς και λειτούργησαν σαφώς συμπληρωματικά σ’ αυτά.

Τα προγράμματα κατάρτισης που υλοποιήθηκαν αφορούσαν στην οικοδομή - κατασκευές κατά 34%, στη βιομηχανία - ενέργεια - περιβάλλον κατά 30%, στην πληροφορική - υπηρεσίες εν γένει κατά 36%. Συγκρινόμενα με την κατανομή των μηχανικών στους αντίστοιχους κλάδους απασχόλησης, διαπιστώνεται ότι στον κλάδο οικοδομή-κατασκευές τα προγράμματα που υλοποιήθηκαν υπολείπονται σε όγκο τα ποσοστά απασχόλησης των διπλωματούχων μηχανικών (67%), ενώ στη βιομηχανία- ενέργεια καθώς και στις υπηρεσίες υπερκαλύπτουν τα ποσοστά απασχόλησης των διπλωματούχων μηχανικών σ’ αυτούς τους τομείς, (15%) και (18%) αντιστοίχως.

Ειδικότερα, τα προγράμματα κατάρτισης που υλοποιήθηκαν, είχαν αντικείμενα:

  • γενικού ενδιαφέροντος για όλες τις ειδικότητες των μηχανικών (31%), ώστε να καλύπτουν θέματα ανεργίας με διεύρυνση των γνώσεων. Τέτοια προγράμματα συγκεντρώθηκαν στην πληροφορική (30%), στις υπηρεσίες (25%), στο περιβάλλον και την ενέργεια (14%).
  • εξειδικευμένα, αναλόγως της επιστημονικής ειδικότητας, ώστε να ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα των μηχανικών με την εμβάθυνση των γνώσεων:
    • για θέματα ενδιαφέροντος πολιτικού & αρχιτέκτονα μηχανικού (24%). Τέτοια προγράμματα συγκεντρώθηκαν στην οικοδομή (81%), στην πληροφορική (11%), στις υπηρεσίες (4%),
    • για θέματα ενδιαφέροντος μηχανολόγου & ηλεκτρολόγου (13%). Τέτοια προγράμματα συγκεντρώθηκαν στη βιομηχανία (62%), στην πληροφορική (13%), στην ενέργεια και το περιβάλλον (10%), στις υπηρεσίες (8%) και στην οικοδομή (7%).

Η αγορά εργασίας των διπλωματούχων μηχανικών
Οι εν ενεργεία διπλωματούχοι μηχανικοί μέλη του ΤΕΕ ανέρχονται σήμερα σε 80.000 περίπου, οι οποίοι συγκεντρώνονται στις κατασκευαστικές ειδικότητες κατά 55,3% με πρώτους τους πολιτικούς μηχανικούς (29%), ενώ οι βιομηχανικές ειδικότητες καλύπτουν το 44,7% με πρώτους τους μηχανολόγους-ηλεκτρολόγους μηχανικούς (29%). Οι διπλωματούχοι μηχανικοί είναι συγκεντρωμένοι κατά 60% στην Αττική, 16% στην Κεντρική Μακεδονία, ενώ οι υπόλοιποι (24%) κατανέμονται σε όλη την υπόλοιπη χώρα.

Οι διπλωματούχοι μηχανικοί απασχολούνται σε όλους τους κλάδους των τομέων της οικονομίας, ως εξής: στην οικοδομή - κατασκευές  συμπεριλαμβανομένων των μελετητικών δραστηριοτήτων ή/και παροχής υπηρεσιών συμβούλου κατά 66,73%, στη βιομηχανία - βιοτεχνία - παραγωγή ηλεκτρενέργειας κατά 14,50% και στις υπηρεσίες 18,10%. Στον πρωτογενή τομέα η απασχόληση είναι σχεδόν ασήμαντη (0,67%).
Η απασχόληση των διπλωματούχων μηχανικών, όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, χαρακτηρίζεται από τα εξής:

  • αναντιστοιχία των ρυθμών αύξησης των απασχολουμένων στον τεχνικό τομέα στην Ελλάδα σε σχέση με τις μεταβολές των μεγεθών της εθνικής μας οικονομίας κατά τα τελευταία έτη. Η υπερβολική αύξηση του πλήθους των διπλωματούχων μηχανικών την τελευταία εικοσαετία που δεν συνδυάστηκε με αντίστοιχη οικονομική ανάπτυξη δημιούργησε πλεόνασμα μηχανικών, γεγονός που αποτελεί και το κύριο χαρακτηριστικό της αγοράς εργασίας τους,
  • μη ισόρροπη και αντιαναπτυξιακή κατανομή των διπλωματούχων μηχανικών στους κλάδους απασχόλησης. Επιστημονικό δυναμικό με υψηλή εξειδίκευση συγκεντρώνεται σε κλάδους φθίνουσας οικονομικής δραστηριότητας, η εσωτερική εξειδίκευση (ειδικότητες) των μηχανικών δεν αντιστοιχεί στις απαιτήσεις της αγοράς, η κατανομή γεωγραφικά, παρουσιάζει υπερσυγκέντρωση σε δύο περιφέρειες. Τα 2/3 των μηχανικών απασχολούνται στην οικοδομή-κατασκευές. Στον κλάδο αυτό συγκεντρώνεται επίσης πάνω από το 50% των βιομηχανικών ειδικοτήτων των μηχανικών,
  • το χαμηλό επίπεδο λειτουργίας του τεχνολογικού και παραγωγικού περιβάλλοντος στη χώρα οδηγεί τους διπλωματούχους μηχανικούς σε δραστηριότητες χαμηλότερου επιπέδου των προσόντων τους. Αυτό σε συνδυασμό με την υπερπαραγωγή τους, δημιουργεί συνθήκες τριβών με τεχνικούς χαμηλότερων βαθμίδων ή/και επιστήμονες συναφών ειδικοτήτων, όσον αφορά τα επαγγελματικά τους δικαιώματα,
  • οι έντονες διαφοροποιήσεις των χαρακτηριστικών των επιχειρήσεων μέσα στους διαφόρους κλάδους των τομέων της οικονομίας διαμορφώνουν την απαίτηση για διπλωματούχους μηχανικούς όχι με μεγάλο βαθμό εξειδίκευσης, αλλά με άρτια γενική συγκρότηση, για να παρέχεται ευελιξία προσαρμογής στην απασχόληση.

Ως προς τις προοπτικές των κλάδων απασχόλησης αναμένεται σημαντική ανάπτυξη με θετικές επιδράσεις στη ζήτηση των μηχανικών κυρίως στον τομέα των κατασκευών, λόγω των απαραιτήτων υποδομών για τους ολυμπιακούς αγώνες, τα προγράμματα σύγκλισης αλλά και τις τυχόν επενδύσεις στον τομέα αυτόν καθώς και στις υπηρεσίες του ιδιωτικού τομέα, λόγω των αυξανομένων απαιτήσεων για εξειδικευμένες υπηρεσίες.

Επισημαίνεται τέλος, ότι μεταξύ των παραγόντων που επηρεάζουν τη ζήτηση, κρίνεται σημαντική η θέση που κατέχει το συνολικό θεσμικό πλαίσιο της επαγγελματικής οργάνωσης, της πρόσβασης σε δραστηριότητες και τα επαγγελματικά δικαιώματα των διαφόρων ειδικοτήτων των διπλωματούχων μηχανικών.

Η ανάπτυξη συστήματος συνεχιζόμενης κατάρτισης για
τους διπλωματούχους μηχανικούς

Από τα στοιχεία που εξετάσθηκαν σε σχέση με το τρίπτυχο "εκπαίδευση - συνεχιζόμενη κατάρτιση - αγορά εργασίας", διαπιστώθηκε ότι η συνεχιζόμενη κατάρτιση στους διπλωματούχους μηχανικούς αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο άμβλυνσης των αντιθέσεων που εμφανίζει η αγορά εργασίας του επαγγέλματος. Διαπιστώθηκε επίσης η αναγκαιότητα διαμόρφωσης ενός ιδιαίτερου συστήματος για τους διπλωματούχους μηχανικούς, το οποίο θα καλύπτει τα κενά που εντοπίσθηκαν, δηλαδή:

  • τη συστηματική παρακολούθηση των αναγκών της αγοράς εργασίας σε διπλωματούχους μηχανικούς, που δεν αποτελεί αντικείμενο δραστηριότητας κανενός φορέα μέχρι σήμερα,
  • το συντονισμό των πιστοποιημένων δομών που παρέχουν συνεχιζόμενη κατάρτιση (ΙΕΚΕΜ ΤΕΕ ΑΕ, ΚΣΕ/ΕΜΠ, άλλα ΚΕΚ κά), και ως προς τα αντικείμενα και ως προς το περιεχόμενο της κατάρτισης που παρέχουν,
  • την επιστημονική εποπτεία επί του περιεχομένου των προγραμμάτων κατάρτισης, που θα υλοποιούνται.

Το σύστημα αυτό ως εκ της αναγκαιότητας που καλείται να καλύψει, δεν θα περιβληθεί μιας εκ των θεσμοθετημένων δομών συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης, αλλά θα είναι ένα όργανο, με χαρακτήρα ‘Επιτροπής’ ή ‘Συμβουλίου’, που θα έχει την έδρα του στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, στο πλαίσιο του οποίου και θα λειτουργεί, βάσει θεσμοθετημένου ad hoc εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας.
Στο όργανο αυτό θα μετέχουν εκπρόσωποι από το ΙΕΚΕΜ ΤΕΕ ΑΕ, τα ΚΕΚ των ΑΕΙ της χώρας που θα επιλεγούν, το ΣΕΒ, τη ΓΣΕΕ. Οι αρμοδιότητες του θα εκτείνονται σε όλες τις δραστηριότητες που άπτονται του τομέα της συνεχιζόμενης κατάρτισης και αφορούν τους διπλωματούχους μηχανικούς, στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας.
Η επιλογή των αντικειμένων των προγραμμάτων κατάρτισης, που θα υλοποιούνται σε σχέση με τους διαθέσιμους πόρους για τη συνεχιζόμενη κατάρτιση που θα απευθύνεται συνολικά στους διπλωματούχους μηχανικούς θα είναι μεταξύ των κυρίων αρμοδιοτήτων του υπό σύσταση οργάνου.

Για την υλοποίηση ενός τέτοιου συστήματος θα απαιτηθεί η εκπόνηση ιδιαιτέρου επιχειρησιακού σχεδίου (business plan), εφ’ όσον τα χαρακτηριστικά που παρουσιάζονται στην εν θέματι μελέτη τύχουν της σχετικής εγκρίσεως από τους αρμόδιους φορείς.

Εισηγήτρια: Α. Κουρτέση

Σημείωση: Τα παραπάνω κείμενα προέρχονται από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Πανελλήνιο Συνέδριο, Έρευνα για την ελληνική εκπαίδευση, 21-23 Σεπτεμβρίου 2000, Περιλήψεις Εισηγήσεων, Αθήνα 2000.

 

βλ. επίσης

Αρχή Σελίδας