Β΄ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ
Ενέργεια 3.2β «Έρευνα » Τα ερευνητικά έργα της Ενέργειας 3.2β «Έρευνα» συγχρηματοδοτήθηκαν από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης), Β΄ ΚΠΣ (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, 1997-2000). Το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας ανέλαβε την εποπτεία σαράντα οκτώ ερευνητικών έργων στο πλαίσιο της παραπάνω Ενέργειας. Υπεύθυνος της Ενέργειας 3.2β ήταν ο Kαθηγητής Μιχάλης Κασσωτάκης και Χειριστής ο Δρ. Βασίλης Σβολόπουλος.
Επιστημονικός Υπεύθυνος: Κωνσταντίνος Κάρμας
Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών
Πρωταρχικός Στόχος
Αυτό το ερευνητικό έργο έθεσε ως πρωταρχικό στόχο του την αναζήτηση, την συστηματική ανάλυση και την παρουσίαση - με αξιοποίηση όλων των κανόνων της επιστήμης και την εμπειρία διεθνών οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ, η UNESCO και η Ευρωπαϊκή Ένωση - του υποσυστήματος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σήμερα στην Ελλάδα σε όλες του τις διαστάσεις.
Ο όρος τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν άγνωστος στην Ελλάδα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80. Άρχισε να ακούγεται μετά την ίδρυση των τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (ΤΕΙ) όταν τα τελευταία - δια των σπουδαστών τους κυρίως (που ήθελαν να είναι σπουδαστές πανεπιστημίων περισσότερο παρά ΤΕΙ) και δια μιας σημαντικής μερίδας καθηγητών τους (που ήθελαν και αυτοί να είναι καθηγητές πανεπιστημίων περισσότερο ή έστω να "μοιάζουν", απέναντι στους σπουδαστές τους και στην κοινωνία, με καθηγητές πανεπιστημίων) - προσπαθούσαν να σταθούν ως ισότιμα ιδρύματα πλάι στα πανεπιστήμια και στα πολυτεχνεία χωρίς όμως τα τελευταία (ιδιαίτερα τα πολυτεχνεία) να θέλουν το ίδιο (να σταθούν δηλαδή ισότιμα πλάι στα ΤΕΙ).
Αυτή η αντιπαλότητα είχε - και εξακολουθεί να έχει - αρκετά αρνητικά αποτελέσματα, όχι μόνον προς την πλευρά των εμπλεκομένων (ΤΕΙ ή πανεπιστήμια) αλλά προς όλες τις πλευρές: εκπαίδευση στο σύνολό της, εργοδοσία, συνδικαλισμό, δικαιοσύνη (που συχνά καλείται να επιλύσει διαφορές), πολιτική (που άλλα υπόσχεται κάποιες κρίσιμες στιγμές, για να κρατήσει εκπαιδευτικές και κοινωνικές ισορροπίες, και άλλα είναι υποχρεωμένη να πράξει τελικώς), κ.ά.
Ο πρωταρχικός στόχος αυτού του ερευνητικού έργου έχει ως αφετηρία αυτή την αντιπαλότητα καθώς και μια άλλη αντιπαλότητα παλαιότερα - μεταξύ παιδαγωγικών ακαδημιών (δασκάλων) και πανεπιστημίων (καθηγητών) - η οποία έληξε στα μέσα της δεκαετίας του '80. Ο τρόπος όμως με τον οποίο έληξε φαίνεται να έχει επηρεάσει τις εξελίξεις όχι μόνον στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας.
Ειδικότεροι Στόχοι
Με γνώμονα όλες αυτές τις εξελίξεις οι ειδικότεροι στόχοι στους οποίους αναλύεται ο γενικός στόχος μας είναι οι εξής:
α) Η οριοθέτηση πάνω σε επιστημονικές βάσεις του συστήματος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως υποσυστήματος του ευρύτερου εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας
β) Η αναζήτηση εντός του παραπάνω συστήματος και η παρουσίαση, με αναλυτικά και συγκεντρωτικά ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία, έξι χαρακτηριστικών ομάδων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (στην πραγματικότητα υποσυστημάτων) και συγκεκριμένα των εξής:
- Των πανεπιστημίων
- Των τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (ΤΕΙ)
- Των εκπαιδευτικών μονάδων που είναι ισότιμες με τα ΤΕΙ
- Των ινστιτούτων επαγγελματικής κατάρτισης (ΙΕΚ) ως ιδρυμάτων της μεταλυκειακής εκπαίδευσης αν όχι και της τριτοβάθμιας
- Των κέντρων ελευθέρων σπουδών (ΚΕΣ) ως ιδρυμάτων επίσης της μεταλυκειακής εκπαίδευσης
- Όλων των άλλων εκπαιδευτικών μονάδων που δεν ανήκουν σε μια από τις κατηγορίες 1-5.
γ) Η αξιολόγηση εκάστου των παραπάνω υποσυστημάτων χωριστά-συνεπώς και ολόκληρου του συστήματος της μεταλυκειακής εκπαίδευσης (αθροιστικά) - με ιδιαίτερη, ωστόσο, έμφαση στην αξιολόγηση των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ τα οποία χωρίς καμία αμφισβήτηση ανήκουν (αυτά τουλάχιστον) στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
δ) Οι προτάσεις για λήψη διορθωτικών διοικητικών, διαχειριστικών, ακαδημαϊκών και άλλων αποφάσεων εκπαιδευτικής πολιτικής σε όλα τα επίπεδα: τοπικό (επίπεδο ιδρύματος), περιφερειακό, εθνικό.
ε) Η συγκριτική ανάλυση της οργάνωσης της χρηματοδότησης της διοίκησης και της διαχείρισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η διερεύνηση ειδικότερα της θέσης την οποία θα έχουν τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, προπάντων όμως το Ελληνικό Πανεπιστήμιο, στο υποσύστημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον αιώνα που ανατέλλει (21ο αιώνα).
Μεθοδολογία
Η μεθοδολογία της μελέτης, καθώς αυτή απαιτούσε δύο είδη υπολογισμών-ποιοτικών και ποσοτικών-ήταν σύνθετη. Ως τέτοια (σύνθετη) αξιοποίησε αρκετά λεπτομερή στατιστικά και άλλα στοιχεία που μας επέτρεψαν να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της καλύτερα. Αρκετά από αυτά τα στοιχεία είναι πρωτογενή και εξασφαλίστηκαν μέσα από κατάλληλα, για κάθε περίπτωση, ερωτηματολόγια ή/και προσωπικές συνεντεύξεις.
Αποτελέσματα
Στη βάση των ανωτέρω η ολοκλήρωση του ερευνητικού έργου αποκαλύπτει, πολύ συνοπτικά, τα εξής:
Ότι τα όρια της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΤΕ) στην Ελλάδα ποτέ δεν ήταν - εξακολουθούν να μην είναι - ευδιάκριτα. Ο νομοθέτης, χωρίς να έχει ορίσει ποτέ ποια εκπαιδευτικά ιδρύματα και κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορούν να εντάσσονται σε αυτό το οποίο διεθνώς έχει ορισθεί ως τριτοβάθμια εκπαίδευση, χαρακτηρίζει - από όλα τα γνωστά μετά το 1950 ιδρύματα της μεταλυκειακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα - ως τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα μόνον τα ΤΕΙ. Αυτή η διακριτική μεταχείριση (χωρίς να έχει ωφελήσει τελικώς τα ΤΕΙ) έχει δημιουργήσει μιαν αδικαιολόγητη αντιπαλότητα των ΤΕΙ με όλα τα άλλα ιδρύματα της μεταλυκειακής εκπαίδευσης, και ιδιαίτερα με τα πολυτεχνεία, με σοβαρές συνέπειες στην αγορά εργασίας για τους πτυχιούχους τόσο των ΤΕΙ όσο και των πανεπιστημίων-πολυτεχνείων. Αυτό που είναι σε όλους γνωστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως κοινοτικό κεκτημένο (aquis communautaire) στην Ελλάδα ο κόσμος των ΤΕΙ προσπαθεί να το υπερκεράσει και ο κόσμος των πανεπιστήμιων και πολυτεχνείων να το παρακάμψει με δικαιολογημένες και αδικαιολόγητες, κατά καιρούς, πιέσεις προς τον πολιτικό κόσμο και προς την δικαιοσύνη.
Ότι η ασάφεια ως προς τα όρια της ΤΕ είναι φυσικό να επηρεάζει και τα ποσοτικά μεγέθη που δίδουν προς τα έξω την εικόνα της ΤΕ. Τα στοιχεία για παράδειγμα της ΕΣΥΕ, του Γενικού Λογιστηρίου, της ΓΓΕΤ, και αυτών τούτων των ιδρυμάτων (αθροιστικά από επιμέρους ερευνητές), ποτέ δεν δίδουν την ίδια εικόνα έστω και κατά προσέγγιση. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το προσέξει ιδιαίτερα ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων εκπαιδευτικής πολιτικής στο μέλλον.
Ότι υπολογισμοί της δημόσιας και της ιδιωτικής δαπάνης για ΤΕ οδηγούν σε διαφορετικά αποτελέσματα όταν γίνονται, όχι στη βάση υπολογισμών των Εθνικών Λογαριασμών (συνηθέστερα), αλλά στη βάση εσόδων (από όλες τις πηγές) και εξόδων (για όλες τις αιτίες) αυτών τούτων των ιδρυμάτων. Στη βάση τέτοιων υπολογισμών, δύο χαρακτηριστικών ιδρυμάτων (ενός πανεπιστημίου και ενός ΤΕΙ ως πρότυπα), το γενικό συμπέρασμα είναι ότι σημαντικές διαφορές, του κόστους ανά φοιτητή, υπάρχουν όχι μόνον μεταξύ επιστημονικών πεδίων (π.χ. βιολογίας και οικονομικών) αλλά και μεταξύ ιδρυμάτων για το ίδιο επιστημονικό πεδίο. Ότι οι πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ιδιαίτερα εκείνοι που έχουν συμπληρώσει εκπαίδευση τεσσάρων τουλάχιστον ακαδημαϊκών ετών ή περισσότερα (δηλαδή οι πτυχιούχοι πανεπιστημίων και πολυτεχνείων), αμείβονται καλύτερα στην αγορά εργασίας από ό,τι οι πτυχιούχοι άλλων χαμηλότερων επιπέδων και ετών εκπαίδευσης παρά τα μεγάλα πλεονάσματα που, σχεδόν μόνιμα, παρατηρούνται τις τελευταίες δεκαετίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης πτυχιούχων στην επιστημονική αγορά εργασίας.
Επίσης ότι οι αμοιβές των τελευταίων αλλά και όλες οι άλλες θεμιτές διεκδικήσεις τους (fridge benefits), είναι καλύτερες στον δημόσιο τομέα από ό,τι στον ιδιωτικό με αποτέλεσμα να ασκούν πιέσεις οι πτυχιούχοι για μια θέση, κατά πρώτο λόγο, στη δημόσια διοίκηση (σίγουρη) και, κατά δεύτερο λόγο, όπου αλλού.
Τέλος, η ολοκλήρωση του ερευνητικού μας έργου, αποκαλύπτει ότι η ΤΕ στην Ελλάδα έχει αναπτυχθεί τη δεκαετία του ενενήντα ουσιαστικά ανεξέλεγχτα - για να μην χρησιμοποιήσουμε τον βαρύτερο χαρακτηρισμό "βίαια" - πέρα από κάθε εκπαιδευτική οικονομική και κοινωνική λογική. Ποτέ πριν, στην Ελλάδα, το εύρος των προσφερομένων ευκαιριών εκπαίδευσης σε ιδρύματα της μεταλυκειακής εκπαίδευσης [πανεπιστήμια, πολυτεχνεία, ΤΕΙ, ελεύθερο ανοικτό πανεπιστήμιο, προγράμματα σπουδών επιλογής (ΠΣΕ) σε πανεπιστήμια σε πολυτεχνεία και σε ΤΕΙ, ΙΕΚ, κέντρα ελευθέρων σπουδών, κ.ά] δεν ήταν τόσο μεγάλο, τα δε αναλυτικά προγράμματα (curricula) τόσο αόριστα για τις επιστήμες από τις οποίες αντλούν το περιεχόμενό τους και τόσο ασύνδετα μεταξύ τους για τις επικαλύψεις.
Και, κυρίως, ποτέ ο αριθμός θέσεων στα προαναφερθέντα ιδρύματα ή σε αντίστοιχα ιδρύματα στο παρελθόν που σήμερα δεν υπάρχουν (παιδαγωγικές ακαδημίες, ΚΑΤΕ/ΚΑΤΕΕ, ανώτερες ιδιωτικές σχολές ισότιμες με τα ΚΑΤΕΕ, κ.ά) δεν ήταν μεγαλύτερος από την δυνητική ζήτηση τριτοβάθμιας εκπαίδευσης την οποία δημιουργούν 80 μόνον χιλιάδες περίπου απόφοιτοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σήμερα, έναντι 100 χιλιάδων και πλέον τις δεκαετίες που προηγήθηκαν. Η ανάπτυξη αυτή σήμερα - ουσιαστικά ανεξέλεγκτη, παρά το γεγονός ότι γίνεται με την σφραγίδα του Κράτους - είναι ονομαστική, περισσότερο, παρά ουσιαστική. Εκφράζονται σοβαροί φόβοι ότι στο τέλος (πολύ σύντομα) δεν θα υπάρξει ζήτηση για ολόκληρο το εύρος των προσφερομένων "ευκαιριών".
Αυτό είναι κάτι που επιβάλλεται, στη βάση των αποτελεσμάτων αυτής της έρευνας, να το προσέξει πολύ ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων εκπαιδευτικής πολιτικής. Επιβάλλεται να το προσέξει άμεσα και τούτο για τον εξής κυρίως λόγο: Γιατί, στο όνομα της διεύρυνσης της μαζικοποίησης και των φαινομενικά ίσων ευκαιριών εκπαίδευσης μετά το λύκειο, η ΤΕ αναπτύσσεται ποσοτικά με διορισμούς καθηγητών και με δημιουργία υποδομών (με εθνικούς αλλά και με ευρωπαϊκούς πόρους) όχι όμως και ποιοτικά.
Τους χρηματικούς και τους ανθρώπινους πόρους που απορροφά η μεταλυκειακή εκπαίδευση στην Ελλάδα (για να μην περιορίσουμε σε κριτική μόνο στην οριζόμενη ως τριτοβάθμια) μπορεί να τους έχουν μεγαλύτερη ανάγκη άλλες κατηγορίες εκπαίδευσης και ιδιαίτερα κάποιες της δευτεροβάθμιας. Όμως, τούτο, δεν ήταν αντικείμενο αυτού του ερευνητικού έργου.
Εισηγητής: Κωνσταντίνος Κάρμας
Ερευνητική Ομάδα / Βασικά Μέλη: Βολουδάκης Ευάγγελος (Ph.D), οικονομολόγος, Κολλέγιο Deree, Αθήνα Γαβριήλ Αμαλία (B.A, M.Sc.), καθηγήτρια εφ. Η/Υ και πληροφορικής, ΤΕΙ Ηπείρου. Γεωργακόπουλος Θεόδωρος (D.Phil.), πρόεδρος Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ). Δήμου Γεώργιος (Dr.), αντιπρύτανης, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ζωντήρος Δημήτριος (M.Sc.), οικονομολόγος, ΤΕΙ Αθηνών. Θεοδωρόπουλος Ιωάννης (Dr.), αν. καθηγητής φιλοσοφίας Παν. Κρήτης Καλτσίκης Παντούσης (Ph.D), καθηγητής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο. Κανελλόπουλος Κων/νος (Μ.Α, Ph.D), Ερευνητής Α’, ΚΕΠΕ. Καρατζιά Ελένη (Ph.D), πάρεδρος Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Αθήνα. Κεχαγιάς Χρήστος (Ph.D), καθηγητής, ΤΕΙ Αθηνών Κοντός Παναγιώτης (Μ.Α., Δρ.), Γεν. Γραμματέας Παν/μίου Αθηνών. Λαμπρόπουλος Χάρης (Ph.D), επ. καθηγητής, Πανεπιστήμιο Πατρών. Μαυρομαράς Κων/νος (Ph.D), αν. καθηγητής, University of Aberdeen, England. Μητράκος Θεόδωρος (Ph.D), οικονομολόγος, Τράπεζα της Ελλάδος. Παλαιοκρασσάς Σταμάτης (M.Sc., Ph.D), Σύμβουλος Α’, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Αθήνα. Σοφιανός Χρυσόστομος (M.A., Ph.D), Γραμματέας Υπουργικού Συμβουλίου Κυπριακής Δημοκρατίας, πρώην Υπουργός Παιδείας. Σφακιανάκης Μιχάλης (Ph.D), μαθηματικός-στατιστικός, ερευνητής ΚΕΠΕ, επικ. καθηγητής Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Φράγγος Νικόλαος (Ph.D), αν. καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ψαχαρόπουλος Γεώργιος (Ph.D), οικονομολόγος.
Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Πανελλήνιο Συνέδριο, Έρευνα για την ελληνική εκπαίδευση, 21-23 Σεπτεμβρίου 2000, Περιλήψεις Εισηγήσεων, Αθήνα 2000.
βλ. επίσης
|