εκτύπωση σελίδας
 
Οι μεταπτυχιακές σπουδές στις θαλάσσιες επιστήμες και η αγορά εργασίας. Σημερινή κατάσταση και μελλοντικές προοπτικές. (Μ. Δασενάκης)

Β΄ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ

Ενέργεια 3.2β «Έρευνα »
Τα ερευνητικά έργα της Ενέργειας 3.2β «Έρευνα» συγχρηματοδοτήθηκαν από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης), Β΄ ΚΠΣ (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, 1997-2000). Το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας ανέλαβε την εποπτεία σαράντα οκτώ ερευνητικών έργων στο πλαίσιο της παραπάνω Ενέργειας. Υπεύθυνος της Ενέργειας 3.2β ήταν ο Kαθηγητής Μιχάλης Κασσωτάκης και Χειριστής  ο Δρ. Βασίλης Σβολόπουλος.

Επιστημονικός Υπεύθυνος: Μάνος Δασενάκης

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ως θαλάσσιες επιστήμες νοούνται  οι επιστημονικοί κλάδοι που χρησιμοποιούν τις βασικές γνώσεις τους για τη μελέτη θεμάτων που σχετίζονται με το ευρύτερο θαλάσσιο σύστημα. Oι επιστήμες της θάλασσας διδάσκονται κυρίως σε μεταπτυχιακό επίπεδο λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους που απαιτεί την βαθιά γνώση μιας βασικής επιστήμης για να μπορέσει να την εξειδικεύσει και προσαρμόσει στις ειδικές συνθήκες του θαλασσίου περιβάλλοντος. Είναι προφανής η αναγκαιότητα της ανάπτυξης των σχετικών σπουδών στην Ελλάδα, σε επίπεδο όχι μόνο ανταγωνιστικό αλλά και πρωτοποριακό σε διεθνές επίπεδο. Ήδη το Μεταπτυχιακό Ωκεανογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών λειτουργεί για περισσότερα από 25 χρόνια. Η ανάπτυξη όμως τέτοιων σπουδών δεν μπορεί να συντηρηθεί και να διαρκέσει αν δεν συνδυάζεται με την προοπτική επαγγελματικής απασχόλησης των ειδικευμένων επιστημόνων, σε θέσεις εργασίας σχετικές με την ειδικότητά τους.

Στο πλαίσιο ενός ερευνητικού προγράμματος χρηματοδοτούμενου από το Υπουργείο Παιδείας, καταγράφηκαν τα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών στις θαλάσσιες επιστήμες, η σημερινή κατάσταση απασχόλησης των Ελλήνων θαλασσίων επιστημόνων, και  οι εργασιακοί χώροι στον Δημόσιο και Ιδιωτικό Τομέα, που απασχολούν ή προτίθενται να απασχολήσουν ειδικούς επιστήμονες. Συγκεντρώθηκαν οι εμπειρίες των επιστημόνων και των εργοδοτικών φορέων από την συνεργασία τους, οι παρατηρήσεις και προτάσεις τους. Η διερεύνηση αυτή έγινε με ερωτηματολόγια, προσωπικές επαφές, αλληλογραφία, κ.λ.π. Παράλληλα διερευνήθηκε η κατάσταση που επικρατεί σε άλλες  Ευρωπαϊκές χώρες.

Τα κυριότερα αποτελέσματα της έρευνας είναι συνοπτικά τα εξής: 

  • Υπάρχει μεγάλος αριθμός Ελλήνων επιστημόνων ειδικευμένων στις θαλάσσιες επιστήμες σε μεταπτυχιακό επίπεδο (>600).
  • Το 1975 είναι έτος σταθμός για την ανάπτυξη των θαλασσίων επιστημών στην Ελλάδα με την ίδρυση του Π.Μ.Σ. Ωκεανογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
  • Ο αριθμός των κατόχων Μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών παρουσίασε μεγάλη αύξηση μετά το 1975 και ο ρυθμός αύξησης τους σταθεροποιήθηκε μετά το 1990. Τα αμέσως επόμενα χρόνια προβλέπεται νέα αύξηση των θαλάσσιων επιστημόνων  λόγω ίδρυσης νέων μεταπτυχιακών τμημάτων σε πολλά Ελληνικά ΑΕΙ.
  • Η αναλογία πτυχίων master προς διδακτορικά διπλώματα είναι περίπου 2:1. Μόνο στις ειδικότητες των τεχνολόγων και οικονομολόγων, τα διδακτορικά υπερτερούν των master.
  • Οι μεταπτυχιακοί τίτλοι σπουδών Ελληνικής προέλευσης είναι το 75% στα master και το 65% στα διδακτορικά, γεγονός μοναδικό στην Ελλάδα.
  • Ο μεγαλύτερος επιστημονικός κλάδος στον χώρο των θαλασσίων επιστημών  είναι αυτός της Βιολογικής κατεύθυνσης (Βασικό πτυχίο 30%, Master 33%, Διδακτορικό 48%) με δεύτερο τον κλάδο της Γεωλογίας.
  • Η μέση ηλικία των ειδικευμένων στη θάλασσα επιστημόνων είναι σχετικά μικρή  με το 60% των ατόμων να είναι κάτω των 40 ετών ενώ η τάση που διαφαίνεται είναι η ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών σπουδών σε ηλικίες μικρότερες των 28.
  • Οι απόφοιτοι Ελληνικών Πανεπιστημίων είναι ικανοποιημένοι ως προς το επίπεδο σπουδών τους αλλά όχι ως προς την σύνδεσή τους με την αγορά εργασίας. Στο επίπεδο αυτό παρατηρούνται μικροδιαφορές μεταξύ των διαφόρων ειδικοτήτων με τους Βιολόγους να είναι οι περισσότερο ευχαριστημένοι και τους Γεωλόγους οι λιγότερο.
  • Οι απόφοιτοι ξένων Πανεπιστημίων είναι περισσότερο ικανοποιημένοι από τους Έλληνες συναδέλφους τους τόσο για το επίπεδο των σπουδών τους όσο και για τη σχέση τους με την αγορά εργασίας.
  • Το ποσοστό απασχόλησης των ειδικευμένων στην θάλασσα επιστημόνων σε εργασίες σχετικές με την ειδικότητά τους υπολογίστηκε σε 35-40%.
  • Περίπου 40-50% των εργαζομένων στην ειδικότητά του θαλασσίων επιστημόνων εργάζεται σε ΑΕΙ και Ερευνητικά Ιδρύματα ενώ πολύ λίγοι σε ΤΕΙ.
  • Γύρω στο 25% των θαλασσίων επιστημόνων εργάζεται στον Δημόσιο τομέα (συμπεριλαμβανομένης της Μέσης εκπαίδευσης). Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση μπορεί να αποτελέσει ενδιαφέροντα τομέα απασχόλησης θαλασσίων επιστημόνων .
  • Υπάρχουν πολλές Δημόσιες Υπηρεσίες (συμπεριλαμβανομένων των Περιφερειακών και των ΟΤΑ) που ασχολούνται με θαλάσσια θέματα και απασχολούν ελάχιστους (έως κανέναν) επιστήμονες με μεταπτυχιακή ειδίκευση στη θάλασσα.
  • Ο Ιδιωτικός Τομέας απασχολεί πολύ λιγότερους θαλάσσιους επιστήμονες από τους απαιτούμενους για επιστημονική κάλυψη και παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του.
  • Πολλοί νέοι επιστήμονες στρέφονται στην Ελεύθερη Αγορά Εργασίας, η οποία όμως δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα αρκετά, ούτε έχει συνδεθεί με τον Ιδιωτικό Τομέα  ώστε να καλύψει ικανοποιητικό αριθμό επιστημόνων.
  • Υπάρχει αρκετή κινητικότητα στον κλάδο με αρκετούς επιστήμονες να δουλεύουν με συμβάσεις διαφόρων τύπων ή σε ερευνητικά προγράμματα. Οπωσδήποτε όμως το μεγαλύτερο ποσοστό απασχολουμένων επιστημόνων εργάζεται σε μόνιμες θέσεις.
  • Από τις διάφορες ειδικότητες σε καλύτερη εργασιακή μοίρα φαίνεται ότι βρίσκονται οι Βιολόγοι και οι Χημικοί και σε χειρότερη οι Γεωλόγοι και οι Φυσικοί.
  • Ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό Βιολόγων Ωκεανογράφων (σε σύγκριση με τις άλλες ειδικότητες) απασχολείται στα Ερευνητικά Ιδρύματα αλλά και τα ΑΕΙ και τον Δημόσιο Τομέα
  • Οι λίγοι σχετικά Οικονομολόγοι και Τεχνολόγοι έχουν ψηλά ποσοστά απασχόλησης ενώ ικανοποιητικά είναι και τα ποσοστά των Νομικών, κυρίως στην ελεύθερη απασχόληση.
  • Υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό ετεροαπασχόλησης που κυρίως στρέφεται σε δουλειές σχετικές με το βασικό πτυχίο ενώ υπάρχει διάθεση για αναζήτηση ευκαιριών σχετικής απασχόλησης από επιστήμονες που δεν έχουν τώρα εργασία σχετική με τις σπουδές τους.
  • Η λήξη και μη ανανέωση συμβάσεων είναι η κυριότερη αιτία εγκατάλειψης του χώρου από επιστήμονες που εργάστηκαν σ' αυτόν, παράλληλα με την εύρεση καλύτερης εργασίας.
  • Υπάρχει λογική κατανομή των διαδικασιών εύρεσης εργασίας (με υψηλά ποσοστά στις προκηρύξεις και στον προσανατολισμό από τους χώρους σπουδών) η οποία δείχνει αρκετή διαφάνεια ώστε να μπορούν οι νέοι να έχουν ελπίδες προώθησης. Οι ιδιωτικοί φορείς κυρίως χρησιμοποιούν  προσωπικές επαφές για πρόσληψη προσωπικού αφού δεν υπάρχουν οργανωμένοι μηχανισμοί προώθησης των νέων πτυχιούχων.
  • Δεν υπάρχουν μηχανισμοί πληροφόρησης και κατεύθυνσης των νέων επιστημόνων προς τις κατάλληλες θέσεις στην αγορά εργασίας με αποτέλεσμα πολλοί  να αδυνατούν να βρουν εργασία και να στρέφονται σε άλλους τομείς.
  • Οι επιστήμονες που δουλεύουν στον επιστημονικό αυτό χώρο είναι γενικά ικανοποιημένοι από τις συνθήκες εργασίας και από την προσφορά τους αλλά όχι και από τα επίπεδα των αμοιβών τους.
  • Οι θαλάσσιοι επιστήμονες που προέρχονται από ξένα Πανεπιστήμια έχουν σε γενικές γραμμές καλύτερα ποσοστά απασχόλησης από τους προερχόμενους από Ελληνικά Πανεπιστήμια, ενώ ταυτόχρονα θεωρούν σε μεγαλύτερο ποσοστό ότι οι σπουδές τους είναι επαρκείς για την εργασία τους.  
  • Η περαιτέρω επιμόρφωση για ορισμένα θέματα θεωρείται μερικές φορές αναγκαία, και αρκετοί επιστήμονες προχώρησαν σε αυτήν, κυρίως με παρακολούθηση σεμιναρίων.
  • Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης και ο Ιδιωτικός τομέας αποτελούν την μεγαλύτερη ''εν δυνάμει'' πηγή θέσεων απασχόλησης, (με βάση το αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους) η οποία πρέπει να αξιοποιηθεί ώστε να διαφοροποιηθεί η σημερινή εικόνα.
  • Υπάρχει γενικά πολύ καλή γνώμη από τους εργοδότες για τους απασχολούμενους Έλληνες θαλάσσιους επιστήμονες.

Εισηγητές: Μ. Δασενάκης, Β. Βανικιώτη

Ερευνητική ομάδα: Μ. Δασενάκης (Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Χημείας, Τομέας ΙΙΙ), Β. Κωστοπούλου (Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Χημείας, Τομέας ΙΙΙ), Μ. Λαδάκης (Σύλλογος Ελλήνων Ωκεανογράφων), Σ. Βανικιώτη (Σύλλογος Ελλήνων Ωκεανογράφων), Φ. Σακελλαριάδου (Πανεπιστήμιο Πειραιά, Τμήμα Ναυτιλιακών Σπουδών), Μ. Αγγελίδης (Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Περιβάλλοντος)

Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Πανελλήνιο Συνέδριο, Έρευνα για την ελληνική εκπαίδευση, 21-23 Σεπτεμβρίου 2000, Περιλήψεις Εισηγήσεων, Αθήνα 2000.

 

βλ. επίσης

Αρχή Σελίδας