εκτύπωση σελίδας
 
Το εκπαιδευτικό μας σύστημα και η αποτελεσματική συσχέτιση θέσεων εργασίας και δεξιοτήτων των εργαζομένων. Η περίπτωση των Οικονομικών Σχολών (Γ. Μπήτρος)

Β΄ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ

Ενέργεια 3.2β «Έρευνα »
Τα ερευνητικά έργα της Ενέργειας 3.2β «Έρευνα» συγχρηματοδοτήθηκαν από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης), Β΄ ΚΠΣ (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, 1997-2000). Το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας ανέλαβε την εποπτεία σαράντα οκτώ ερευνητικών έργων στο πλαίσιο της παραπάνω Ενέργειας. Υπεύθυνος της Ενέργειας 3.2β ήταν ο Kαθηγητής Μιχάλης Κασσωτάκης και Χειριστής  ο Δρ. Βασίλης Σβολόπουλος.

Επιστημονικός Υπεύθυνος: Γεώργιος Μπήτρος

Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η εκπαίδευση και η συνεχιζόμενη κατάρτιση διασφαλίζει την πλήρη και συνεχή απασχόληση του εργατικού δυναμικού, ιδιαίτερα στο σύγχρονο παγκόσμιο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Είναι γνωστό επίσης ότι η ορθολογική εφαρμογή των μηχανισμών εκπαίδευσης και κατάρτισης έχει τη δυνατότητα να μειώσει τη διαρθρωτική ανεργία με την προσφορά εκείνων των ειδικεύσεων που απαιτεί η σύγχρονη τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη. Τέλος, η εκπαίδευση και συνεχιζόμενη κατάρτιση μπορούν να βελτιώνουν σημαντικά την παραγωγικότητα των εργαζομένων, μειώνοντας το μέσο κόστος παραγωγής με την ταυτόχρονη αύξηση των μισθών.

Tο πρόβλημα της έλλειψης ειδικοτήτων και της ανεπάρκειας της εκπαίδευσης παραμένει η κυρίαρχη οπτική γωνία μέσα από την οποία αντιμετωπίζεται η σχέση της εκπαίδευσης με την παραγωγή. Μετά τις διαδοχικές μεταρρυθμίσεις της μεταπολεμικής περιόδου είναι ομόφωνα αποδεκτή η άποψη ότι υπάρχει ανεπαρκής προετοιμασία του νέου δυναμικού που στελεχώνει τις επιχειρήσεις του δευτερογενή και τριτογενή τομέα.

Έναντι του προβλήματος αυτού και των επιπτώσεων στην ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, κρίθηκε αναγκαία η επιστημονική ανάλυση του φαινομένου αυτού. Η  έρευνα  αποσκοπεί στην αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου των τμημάτων ανώτατων οικονομικών σχολών και την αξιολόγηση της δυνατότητάς τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.
Στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας κλήθηκαν απόφοιτοι και φοιτητές των οικονομικών σχολών να αξιολογήσουν την πανεπιστημιακή τους κατάρτιση και να εκφράσουν τις απόψεις τους για τη δυνατότητα των τμημάτων που παρακολούθησαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της αγοράς.

Από το δείγμα αυτό ζητήθηκε, μεταξύ άλλων, να απαντήσει σε ερωτήματα σχετικά με:
1. την ποιότητα του προγράμματος σπουδών των τμημάτων,
2. την ύπαρξη μακροχρόνιας ανεργίας των πτυχιούχων κατόπιν της αποφοίτησής τους,
3. τα αίτια των δυσχερειών που αντιμετώπισαν οι πτυχιούχοι στην εύρεση απασχόλησης,
4. το ρόλο του Πανεπιστημίου στην εύρεση απασχολήσεως,
5. τη χρησιμότητα των μεταπτυχιακών σπουδών,
6. το μέγεθος της ετεροπασχόλησης.

Οι απαντήσεις οδήγησαν σε προτάσεις σχετικά με την ποιότητα των σπουδών και της πανεπιστημιακής κατάρτισης των αποφοίτων οικονομικών σχολών. Διαπιστώνουμε ότι η ζήτηση για ανώτατες σπουδές είναι υψηλή, καθώς η πανεπιστημιακή εκπαίδευση θεωρείται ότι εξασφαλίζει ευνοϊκότερες συνθήκες απασχόλησης.

Ωστόσο, οι ειδικότητες που προσφέρουν οι ανώτατες οικονομικές σχολές δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Δεν εκλείπει τόσο η θεωρητική κατάρτιση των αποφοίτων, όσο η πρακτική εξάσκηση. Η κυρίαρχη δυσκολία στην εύρεση απασχόλησης οφείλεται στο γεγονός ότι το πρόγραμμα σπουδών δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Η ανάλυση επισημαίνει την αναγκαιότητα ειδικεύσεων όπως τα χρηματοοικονομικά, φοροτεχνικά και λογιστικά. Η επιχειρησιακή έρευνα και η επικοινωνία είναι επίσης σημαντικές ειδικεύσεις για την απασχόλησή τους στην αγορά εργασίας. Διαπιστώνουμε ακόμα την αυξανόμενη σημασία που αποδίδεται στην απόκτηση δεξιοτήτων που σχετίζονται με τη διαδικασία ανεύρεσης εργασίας. Πάντως ως κυρίαρχη αναγνωρίζεται από τους σπουδαστές η ανάγκη πρακτικής κατάρτισης, σε οποιαδήποτε ειδίκευση, για την απασχόλησή τους στην αγορά εργασίας.

Παρά την αδυναμία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να προσφέρει στους πτυχιούχους ειδικεύσεις που ζητά η αγορά εργασίας, το 83.2% όσων απάντησαν πιστεύει ότι η θέση εργασίας όπου απασχολείται ή συμπληρώνει αιτήσεις για να απασχοληθεί, είναι σχετική με την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση. Όταν όμως καλούνται να αξιολογήσουν τη θέση συναδέλφων τους στην αγορά εργασίας, ποσοστό 52.6% του δείγματος πιστεύει ότι το 25 με 50% των αποφοίτων απασχολούνται σε θέσεις άσχετες προς την πανεπιστημιακή τους εκπαίδευση. Οι περισσότεροι από τους αποφοίτους αναγνωρίζουν τον περιορισμένο ρόλο του Πανεπιστημίου και των Γραφείων Σταδιοδρομίας στη σύνδεση Πανεπιστημίου και παραγωγής.

Βασική αιτία της αδυναμίας που παρουσιάζει το ελληνικό σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της αγοράς είναι η έλλειψη συνεργασίας και δικτύωσης των Πανεπιστημίων με τους εκπροσώπους της παραγωγής. Συγκεκριμένα απουσιάζει η υποδομή για: τη δημιουργία Γραφείων Σταδιοδρομίας ή Γραφείων Διαμεσολάβησης ή Διασύνδεσης στο χώρο του Πανεπιστημίου, την ανάπτυξη θεσμών απασχόλησης και πρακτικής εξάσκησης των τελειοφοίτων, την ανταλλαγή πληροφοριών και ανθρώπινου δυναμικού ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και τις επιχειρήσεις για τον εκσυγχρονισμό και την εξειδίκευση του προγράμματος σπουδών, την παροχή μέσων για την παρακολούθηση των εξελίξεων στην επιστήμη και την παραγωγή, την καθιέρωση θεσμών για την αξιολόγηση του έργου των διδασκόντων και των τμημάτων, την αύξηση του ελέγχου και της αποτελεσματικότητας στη διαχείριση των εκπαιδευτικών πόρων. Κατά τον τρόπο αυτό θα είναι δυνατή η συστηματική αξιολόγηση και βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης και κατάρτισης με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγικότητας, απασχόλησης και ανάπτυξης της επιχείρησης και της οικονομίας στο σύνολό της.

Τα μέτρα εκπαιδευτικής πολιτικής που προτείνουμε επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ατελούς πληροφορήσεως ως κύρια πηγή της αδυναμίας των ανώτατων οικονομικών σχολών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των αγορών εργασίας. Θεωρούμε ότι η προσφορά ειδικεύσεων από τα  Πανεπιστήμια και τους πτυχιούχους, που ενσωματώνουν την ειδίκευση αυτή, εξαρτάται από τη συνεργασία Πανεπιστημίων και παραγωγής. Με άλλα λόγια, προτείνουμε την ανάπτυξη μιας δικτυακής πολιτικής (policy networking) μεταξύ των πρωταγωνιστών της προσφοράς και ζήτησης ειδικεύσεων.

Η επίλυση του προβλήματος της αβεβαιότητας συνίσταται στην ενίσχυση των ροών πληροφόρησης μεταξύ των πρωταγωνιστών της προσφοράς και ζήτησης ειδικεύσεων. Με άλλα λόγια το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με τη διοχέτευση πληροφόρησης:
α) στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της παραγωγής - συνεργασία Πανεπιστημίων και παραγωγής,
β) στους σπουδαστές και τελειόφοιτους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για τις ανάγκες και απαιτήσεις των Τμημάτων οικονομικών σχολών - συνεργασία Πανεπιστημίων και ιδρυμάτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης,
γ) στα Πανεπιστήμια και την αγορά για τις ανάγκες και απαιτήσεις των σπουδαστών, ως αυριανών επαγγελματιών και πολιτών - συνεργασία σπουδαστών με Πανεπιστήμια και αγορά.

Οι σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ σχολείων, πανεπιστημίων, παραγωγής και συντονιστών ενσωματώνουν το περιεχόμενο της δικτυακής πολιτικής που επιχειρεί να αποκαταστήσει συνθήκες ατελούς πληροφόρησης με την καθιέρωση θεσμών διερεύνησης των αναγκών των μερών και ανταλλαγής πληροφοριών. Έτσι προσδιορίζεται η αποτελεσματικότερη, σε όρους αναπτυξιακών οφελών και εξοικονόμησης πόρων, λύση.

Το έργο φιλοδοξεί να αφυπνίσει τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με την αναγκαιότητα της σύνδεσης του Πανεπιστημίου με την παραγωγή και την ενίσχυση του ρόλου των Πανεπιστημίων στην προσφορά ειδικεύσεων στην οικονομία. Παρατηρούμε ελλείψεις ειδικοτήτων σε ορισμένους κλάδους ή πλεόνασμα σε άλλους, φαινόμενα ετεροαπασχόλησης ή εξόδου από την αγορά εργασίας και ανάγκη για πρόσθετη εξειδίκευση και συμπληρωματικές γνώσεις για την άμεση απασχόληση στην αγορά εργασίας.

Η παρούσα μελέτη διερευνά με μεθόδους δειγματοληψίας τις απόψεις και τις ανάγκες που εκφράζουν οι απόφοιτοι Οικονομικών Σχολών σχετικά με την Πανεπιστημιακή τους κατάρτιση και τις ευκαιρίες επαγγελματικής αποκαταστάσεως που προσφέρει στην αγορά εργασίας. Κατόπιν προτείνει μέτρα με τα οποία το σύστημα εκπαίδευσης στις Οικονομικές Σχολές θα προσαρμοστεί στις ανάγκες της οικονομίας.

Φιλοδοξία του έργου αυτού δεν είναι μόνο να δώσει το έρεισμα στο διάλογο για την αξιολόγηση του έργου των Πανεπιστημίων και των Τμημάτων Οικονομικών Σχολών, αλλά να αποτελέσει τη βάση για περαιτέρω μελλοντική ανάλυση στη συσχέτιση της εκπαίδευσης με την παραγωγή. Κατά πρώτον προσβλέπει στη συστηματική αξιολόγηση του έργου των Σχολών διεξάγοντας δειγματοληπτικές έρευνες σε ομάδες αποφοίτων θα προέρχονται από όλα τις Οικονομικές Σχολές της ελληνικής επικράτειας. Στην παρούσα έρευνα υπενθυμίζουμε ότι η αδυναμία των γραμματειών, ιδιαίτερα των περιφερειακών πανεπιστημιακών τμημάτων, να παράσχουν στοιχεία φοιτητών για την αποστολή του ερωτηματολογίου, είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση και ανάλυση ενός δείγματος με τις μεγαλύτερες - σε φοιτητικό και διδακτικό δυναμικό - Οικονομικές Σχολές, που συγκεντρώνονται στην περιοχή της Αττικής. Το επόμενο λοιπόν βήμα είναι η επέκταση του δείγματος ώστε να συμπεριλάβει όλες τις Σχολές. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο θα αυξηθεί η αξιοπιστία των στατιστικών αποτελεσμάτων, καθώς διαμορφώνονται αντιπροσωπευτικά του πληθυσμού δείγματα αποφοίτων, αλλά και θα επιτρέψει την συγκριτική αξιολόγηση όλων των σχετικών τμημάτων.

Κατά δεύτερον στόχος μιας μελλοντικής έρευνας ως συνέχεια της παρούσας μελέτης θα ήταν η διερεύνηση των απόψεων και αναγκών των ατόμων που φοιτούν σε Οικονομικές Σχολές, αλλά εγκαταλείπουν τις σπουδές τους. Με άλλα λόγια θα μπορούσε να επεκταθεί το μέρος Β΄ του ερωτηματολογίου που επεξεργαστήκαμε στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας ώστε να αναλύσουμε τους λόγους για τους οποίους οι φοιτητές εγκαταλείπουν τις σπουδές τους και τι επιπτώσεις έχει αυτό για την επαγγελματική τους αποκατάσταση σε σύγκριση με τους πτυχιούχους. Μελετώντας μια τέτοια υπόθεση εργασίας θα μας έδιδε πληροφόρηση για την αναγκαιότητα της πανεπιστημιακής κατάρτισης στη διασφάλιση ευνοϊκών όρων και ευκαιριών απασχολήσεως. Ενδέχεται να αποκτά τέτοια σημασία η απόκτηση πτυχίου που να κρίνει αναγκαία τη λήψη πρόσθετων μέτρων εκπαιδευτικής πολιτικής για τον περιορισμό του φαινομένου αυτού. Για παράδειγμα αν κύριος λόγος εγκατάλειψης των σπουδών είναι η ανάγκη εξασφάλισης εισοδήματος με μεσοπρόθεσμη επίπτωση την απομάκρυνση του σπουδαστή από τις υποχρεώσεις του στο Πανεπιστήμιο, τότε ενδέχεται να χρειαστεί να προτείνουμε σύστημα επιδότησης των σπουδών των φοιτητών.

Τέλος, θα υπήρχε ενδιαφέρον να μελετηθούν και οι απόψεις των τελειοφοίτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σχετικά με τη χρησιμότητα της πανεπιστημιακής κατάρτισης. Οι αποφάσεις των ατόμων για επένδυση σε (ανώτατη) εκπαίδευση ξεκινούν πριν από την εισαγωγή τους στο Πανεπιστήμιο, στις τελευταίες τάξεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τότε τα άτομα καλούνται να συνεκτιμήσουν τις προτιμήσεις και ικανότητές τους με τις εξωτερικές ευκαιρίες απασχολήσεως που θα διαμορφωθούν κατά την αποφοίτησή τους σε μία πενταετία. Επομένως οι τελειόφοιτοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αξιολογούν την πανεπιστημιακή εκπαίδευση που προσφέρουν τα εκάστοτε τμήματα σε σχέση με τις ευκαιρίες επαγγελματικής τους αποκατάστασης στο απώτερο μέλλον. Οι απόψεις αυτές προσφέρουν πληροφόρηση όχι μόνο σε σχέση με την αξία του πτυχίου σε σύγκριση με το απολυτήριο του Λυκείου, αλλά και το βαθμό ενημέρωσης των μαθητών από τα Πανεπιστημιακά τμήματα και τους φορείς της αγοράς για τις ανάγκες τους και τις θέσεις εργασίας που προβλέπεται να διαμορφωθούν.

Εισηγητής: Γεώργιος Μπήτρος

Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Πανελλήνιο Συνέδριο, Έρευνα για την ελληνική εκπαίδευση, 21-23 Σεπτεμβρίου 2000, Περιλήψεις Εισηγήσεων, Αθήνα 2000.

 

βλ. επίσης

Αρχή Σελίδας