εκτύπωση σελίδας
 
Τάσεις Διεθνοποίησης της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης και της Περιπανεπιστημιακής εκπαίδευσης και κατάρτισης στην Ελλάδα: Παρούσα Κατάσταση και Προοπτικές (Δ. Τσαούσης)
Β΄ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ

Ενέργεια 3.2β «Έρευνα »
Τα ερευνητικά έργα της Ενέργειας 3.2β «Έρευνα» συγχρηματοδοτήθηκαν από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης), Β΄ ΚΠΣ (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, 1997-2000). Το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας ανέλαβε την εποπτεία σαράντα οκτώ ερευνητικών έργων στο πλαίσιο της παραπάνω Ενέργειας. Υπεύθυνος της Ενέργειας 3.2β ήταν ο Kαθηγητής Μιχάλης Κασσωτάκης και Χειριστής  ο Δρ. Βασίλης Σβολόπουλος.

Επιστημονικός Υπεύθυνος: Δ. Τσαούσης

Πάντειο Πανεπιστήμιο

1. Αφετηρία του βασικού προβληματισμού της έρευνας ήταν οι ακόλουθες διαπιστώσεις:

1.1. Ότι η διεθνοποίηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης προωθείται έντονα τόσο από τους Διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ, η ΟΥΝΕΣΚΟ, το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Διεθνής Τράπεζα, όσο και από την ΕΟΚ και στη συνέχεια την Ευρωπαϊκή Ένωση.

1.2. Ότι στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης η διεθνοποίηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης αποτελεί μέρος μιας γενικότερης πολιτικής, που συνδέεται με την προώθηση των ευρύτερων βασικών στόχων της, και ειδικότερα:
α) την ελεύθερη μετακίνηση προσώπων, υπηρεσιών, κεφαλαίων και αγαθών,
β) την οικονομική ανάπτυξη της Ε.Ε.,
γ) την επίτευξη της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε. στα πλαίσια της διαμορφούμενης κοινωνίας της πληροφορίας και της γνώσης,
δ) τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής της Ε.Ε. με την καταπολέμηση και πρόληψη της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

1.3. Ότι παράλληλα με τη διεθνοποίηση της πανεπιστημιακής στην Ε.Ε. προωθείται η διεθνοποίηση της εξωπανεπιστημιακής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

1.4. Ότι, εκτός από την εξωπανεπιστημιακή, δημιουργείται μια ευρύτερη και ταχύτατα διευρυνόμενη περιοχή περιπανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

1.5. Ότι σε ορισμένες αγγλοσαξωνικές κυρίως χώρες η διεθνοποίηση της εκπαίδευσης έχει αναχθεί σε εθνική βιομηχανία εξαγωγής σπουδών και εισαγωγής σπουδαστών.

1.6. Ότι οι νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και των επικοινωνιών διαμορφώνουν μιαν ευρύτερη, διεθνοποιημένη, ταχύτατα διευρυνόμενη και έντονα ανταγωνιστική αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών.

1.7. Ότι η κεντρική οργανωτική αρχή του συνολικού εκπαιδευτικού συστήματος κινείται διεθνώς προς την ανατροπή της παραδοσιακής διδακτικής αρχής της παθητικής κτήσης και συσώρευσης σταθερών γνώσεων, θεωρουμένων ως κτήμα εσαεί, και την αντικατάστασή της με την αρχή της διαβίου μάθησης, με ενεργό ζήτηση πληροφοριών και σύνθεσή τους σε αέναα κινούμενη δυναμική και αναλώσιμη γνώση.

2. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι βασικές υποθέσεις εργασίας της έρευνας είναι:

2.1. ότι η επιστήμη και τυπική εθνική εκπαίδευση αποτελεί μέρος μόνον του ευρύτερου και ποικιλόμορφου συνολικού εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας,

2.2. ότι η εθνική εκπαιδευτική πολιτική χαράσσεται και ασκείται με αποκλειστικό άξονα το σύστημα της επίσημης και τυπικής εθνικής εκπαίδευσης.

2.3. ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος αφορά κατά κύριο, αν όχι και αποκλειστικό, λόγο το σύστημα της επίσημης και τυπικής εκπαίδευσης αφήνοντας έτσι έξω από κάθε ουσιαστική ρύθμιση και έλεγχο μια τεράστια γκρίζα περιοχή, που αποτελείται από το λοιπό εκπαιδευτικό σύστημα και

2.4. ότι η διεθνοποίηση τόσο του σκέλους της πανεπιστημιακής όσο και του σκέλους της ευρύτερης περιπανεπιστημιακής εκπαίδευσης δημιουργεί μια εντελώς νέα εκπαιδευτική πραγματικότητα, η οποία καθιστά απαραίτητη τη ριζική αναθεώρηση του βασικού προσανατολισμού της συνολικής εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής.

3. Σε ένα πρώτο στάδιο η μελέτη προχώρησε στην αποτύπωση του συνολικού εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας, όπως έχει σήμερα διαμορφωθεί με τα επιμέρους υποσυστήματά του, και διαπίστωσε:

3.1 ότι το συνολικό σύστημα αποτελείται από επιμέρους υποσυστήματα που ορίζονται από δύο συντεταγμένες: τον χαρακτήρα των σπουδών και την αναγνώριση των φορέων και των χορηγούμενων τίτλων. Δημιουργούνται έτσι τέσσερα διακριτά υποσυστήματα:
α) Επίσημη και τυπική,
β) επίσημη και μη τυπική,
γ) επίσημη άτυπη και
δ) μη επίσημη άτυπη εκπαίδευση

3.2. ότι η παραδοσιακή διάκριση των επιπέδων της εκπαίδευσης σε πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια, η οποία ορίζει αφενός τις διαβαθμίσεις της επίσημης και τυπικής και αφετέρου τις αντιστοιχίες της επίσημης και μη τυπικής εκπαίδευσης, δεν αντιστοιχεί πια προς τον ουσιαστικό χαρακτήρα των επιπέδων σπουδών σε επίπεδο συνολικού εκπαιδευτικού συστήματος. Το συνολικό αυτό σύστημα είναι στην ουσία του διμερές. Το ένα σκέλος του αποτελεί την υποχρεωτική και το άλλο σκέλος του την μετα-υποχρεωτική εκπαίδευση. Τα δυο αυτά σκέλη έχουν σαφώς διακεκριμένους στόχους, φιλοσοφία και λογική. Επιπλέον το σκέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης σκοπό έχει την μετάδοση των βασικών γνώσεων και δυνατοτήτων που καθιστούν εφικτή την δια βίου μάθηση, ενώ το σκέλος της μετα-υποχρεωτικής εκπαίδευσης ανάγεται πλέον στον κεντρικό και ενιαίο εκπαιδευτικό τομέα παροχής μέσων και ευκαιριών της δια βίου μάθησης.

4.  Η έρευνα προχώρησε στη συνέχεια στην αποτύπωση των πολιτικών, των τάσεων και των προοπτικών της διεθνοποίησης σε επίπεδο ΕΕ, Διεθνών Οργανισμών και επιμέρους κρατών. Το βασικό εύρημα της μελέτης αυτής είναι ότι η διεθνοποίηση τείνει, τουλάχιστον στην περίπτωση των χωρών μελών της ΕΕ, να διαπεράσει σταδιακά ολόκληρο το συνολικό εκπαιδευτικό σύστημα, με τρόπο ώστε να μην μπορεί πλέον να γίνει λόγος για διεθνοποίηση του συστήματος αλλά για ουσιαστική παγκοσμιοποίησή του, με την έννοια ότι ο γενικός προσανατολισμός της εκπαίδευσης, ως προς τα αντικείμενα και τους στόχους της, να είναι ταυτόχρονα εθνικός και παγκόσμιος.

5.  Από την άλλη μεριά η έρευνα διαπιστώνει ότι, διεθνώς, το ρυθμιστικό πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος εξακολουθεί να λειτουργεί σε παραδοσιακά εθνοκεντρικά πλαίσια, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξασφαλισθεί, ούτε σε εθνικό, ούτε σε διεθνές επίπεδο, ένα σταθερό πλαίσιο λειτουργίας του συνολικού εκπαιδευτικού συστήματος των επιμέρους χωρών. Δεν διασφαλίζεται έτσι, ούτε σε εθνικό, ούτε σε διεθνές επίπεδο, η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, η διαφάνεια της λειτουργίας των φορέων και του περιεχομένου των προσφερομένων εκπαιδευτικών υπηρεσιών και, τελικά , η προστασία των διαφόρων άμεσων ή έμμεσων (π.χ. σπουδαστές, γονείς, εργοδότες) καταναλωτών των εκπαιδευτικών υπηρεσιών.

6.  Η κατάληξη της έρευνας είναι:

6.1 ότι το συνολικό ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι κατακερματισμένο σε στεγανά υποσυστήματα που καθιστούν ουσιαστικά ανέφικτη τη δια βίου μάθηση,

6.2. ότι το συνολικό εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας παραμένει σε σημαντικό βαθμό εγκλωβισμένο σε μια παραδοσιακή και εσωστρεφή αντίληψη της εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να αφήνει στο περιθώριο με ανεπαρκείς και ατελείς ρυθμίσεις ολόκληρο τον υπόλοιπο εκπαιδευτικό χώρο.

6.3. ότι, κάτω από την πίεση των ισχυρών πιέσεων των δυνάμεων της διεθνοποίησης και της παγκοσμιοποίησης, το μεν υποσύστημα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης έχει ουσιαστικά προσλάβει έναν αμυντικό, και ως εκ τούτου δευτερεύοντα, ρόλο, η δε μετα-υποχρεωτική εκπαίδευση τείνει να αναχθεί σε ένα άναρχο και έντονα διεθνοποιούμενο υποσύστημα.

6.4. ότι στα πλαίσια του μετα-υποχρεωτικού εκπαιδευτικού συστήματος παρουσιάζονται τρεις διαφορετικές τάσεις. Η πρώτη είναι η θεσμοποιημένη, τόσο ως προς τον τρόπο όσο και ως προς το περιεχόμενό της, διεθνοποίηση της πανεπιστημιακής και της εξωπανεπιστημιακής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, σε αντιδιαστολή προς την ουσιαστικά άναρχη και ανεξέλεγκτη διεθνοποίηση της λοιπής περιπανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Η δεύτερη  είναι η τάση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης να λειτουργεί σε δυο παράλληλα επίπεδα: το επίπεδο της επίσημης και τυπικής εκπαίδευσης και το επίπεδο της επίσημης αλλά και της μη επίσημης, άτυπης εκπαίδευσης (με τη μορφή των ΚΕΚ ή άλλων άτυπων προγραμμάτων). Η τρίτη, τέλος, τάση είναι η προσπάθεια των φορέων της μη επίσημης και άτυπης εκπαίδευσης να ανταγωνιστούν και να διεκδικήσουν, μέσω της άναρχης και ανεξέλεγκτης διεθνοποίησής τους, καθεστώς ισοτιμίας και αντιστοιχίας προς την εθνική επίσημη και τυπική πανεπιστημιακή εκπαίδευση.

7.  Συμπερασματικά προκύπτει η ανάγκη αυτονόμησης, ως προς την σύλληψη και τον σχεδιασμό του υποσυστήματος της μετα-υποχρεωτικής εκπαίδευσης της χώρας και η οργάνωσή του σε ένα σπονδυλωτό εκπαιδευτικό σύστημα, με τρία κύρια χαρακτηριστικά.

7.1 Το πρώτο, ότι θα είναι ένα σύστημα ανοικτό προς τον κόσμο και προς κάθε γνωστική κατεύθυνση και ικανό να προσαρμόζεται στις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες των ατόμων που έχουν ενταχθεί στην διαδικασία της δια βίου μάθησης.

7.2. Το δεύτερο, ότι θα παρέχει τη δυνατότητα , θα διαθέτει επαρκείς μηχανισμούς και γέφυρες που θα επιτρέπουν την κατοχύρωση των κεκτημένων γνώσεων και δεξιοτήτων και την απρόσκοπτη ένταξή τους σε διαδοχικά εκπαιδευτικά προγράμματα που θα επιτρέπουν την απρόσκοπτη εκπαιδευτική εξέλιξη του ενδιαφερόμενου ατόμου, ανεξάρτητα από την αρχική του κατάρτιση και τα βιολογικά και κοινωνικά του χαρακτηριστικά (φύλο, εθνότητα, ηλικία κλπ.)

7.3. Και το τρίτο, τέλος, ότι ολόκληρο το ενοποιημένο (όχι όμως και ενιαίο) σύστημα της μετα-υποχρεωτικής εκπαίδευσης θα διέπεται από ένα γενικό και αποτελεσματικό ρυθμιστικό πλαίσιο που θα διασφαλίζει τη διαφάνεια, την αξιοπιστία και την ποιότητα   των σπουδών και θα καθιστά εφικτό και ευέλικτο το συνολικό αρθρωτό σύστημα της μετα-υποχρεωτικής δια βίου μάθησης, και θα προωθεί έτσι σταθερά την οικονομική ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική συνοχή της χώρας.

Εισηγητής: Δ. Τσαούσης

Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Πανελλήνιο Συνέδριο, Έρευνα για την ελληνική εκπαίδευση, 21-23 Σεπτεμβρίου 2000, Περιλήψεις Εισηγήσεων, Αθήνα 2000.

 

βλ. επίσης

Αρχή Σελίδας