εκτύπωση σελίδας
 
Διαδικασίες Ενσωμάτωσης των Νέων στην Αγορά Εργασίας: Η περίπτωση των απόφοιτων Κοινωνικών Επιστημών της Ανώτατης Εκπαίδευσης (Χ. Κασίμης)

Β΄ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ

Ενέργεια 3.2β «Έρευνα »
Τα ερευνητικά έργα της Ενέργειας 3.2β «Έρευνα» συγχρηματοδοτήθηκαν από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης), Β΄ ΚΠΣ (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, 1997-2000). Το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας ανέλαβε την εποπτεία σαράντα οκτώ ερευνητικών έργων στο πλαίσιο της παραπάνω Ενέργειας. Υπεύθυνος της Ενέργειας 3.2β ήταν ο Kαθηγητής Μιχάλης Κασσωτάκης και Χειριστής  ο Δρ. Βασίλης Σβολόπουλος.

Επιστημονικός Υπεύθυνος: Χ. Κασίμης

Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών  

Στόχος της παρούσας έρευνας ήταν η αποτίμηση του ρόλου του εκπαιδευτικού και κοινωνικού κεφαλαίου των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην εκπαιδευτική αλλά και την επαγγελματική τους πορεία και την ενσωμάτωσή τους στην αγορά εργασίας, μέσα από τη μελέτη των εκπαιδευτικών και επαγγελματικών τους διαδρομών. Για τον σκοπό αυτό ερωτήθηκαν 620 απόφοιτοι των τμημάτων Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών των ετών '90-'91 και '93-'94.

Τα αποτελέσματα της εμπειρικής έρευνας δείχνουν έναν εμφανή διαχωρισμό μεταξύ εκείνων των ατόμων που ‘επιλέγουν’ να φοιτήσουν στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών σε σχέση με αυτούς που ‘επιλέγουν’ να φοιτήσουν στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης με αποτέλεσμα να σημειώνονται διαφορές στην κοινωνική σύνθεση της ‘φοιτητικής πελατείας’ των δύο τμημάτων. Οι απόφοιτοι του οικονομικού τμήματος προέρχονται κυρίως από ανώτερα κοινωνικά στρώματα, με υψηλότερη εκπαίδευση, κατάγονται πιο συχνά από την Αττική και έχουν φοιτήσει συχνότερα σε ιδιωτικά λύκεια. Αυτή η διαφορά στην κοινωνική σύνθεση συνδέεται με τις διαφορετικές προσδοκίες των αποφοίτων των δύο τμημάτων, αλλά και την πρόσβαση στις μεταπτυχιακές σπουδές, με την έννοια ότι όσοι απόφοιτοι έχουν προέλευση από ανώτερα κοινωνικοεπαγγελματικά στρώματα με υψηλότερη εκπαίδευση έχουν και μεγαλύτερη πρόσβαση στις μεταπτυχιακές σπουδές. Η πρόσβαση αυτή δε διαφοροποιείται σημαντικά υπέρ των ανδρών αποφοίτων.

Οι απόφοιτοι των δύο τμημάτων συνθέτουν ουσιαστικά διαφορετικά τμήματα εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού. Οι άνδρες του οικονομικού τμήματος καταλαμβάνουν υψηλότερου προφίλ επαγγελματικές θέσεις, ακολουθούμενοι από τις γυναίκες του οικονομικού τμήματος που βρίσκονται όμως εμφανώς μειονεκτούσες λόγω του γεγονότος ότι δεν τους εμπιστεύονται διευθυντικές θέσεις όπως στους άνδρες συναδέλφους τους. Οι απόφοιτοι και των δύο φύλων του πολιτικού τμήματος ακολουθούν μια σχεδόν ενιαία επαγγελματική τροχιά αποκλίνουσα από αυτήν των αποφοίτων του οικονομικού τμήματος συνολικά και εμφανίζονται να καταλαμβάνουν μικρότερο ποσοστό ειδικευμένων επαγγελματικών θέσεων, ενώ στην πραγματικότητα παρουσιάζονται να είναι ‘υπερεκπαιδευμένοι’ σε σχέση με τις (‘χαμηλές’) θέσεις απασχόλησης που καταλαμβάνουν. Οι γυναίκες απόφοιτοι και των δύο τμημάτων καθυστερούν σε σχέση με τους άνδρες στην ανάληψη θέσεων απασχόλησης υψηλού επαγγελματικού προφίλ, ενώ σε καλύτερη θέση παρουσιάζονται οι γυναίκες του οικονομικού τμήματος. Οι γυναίκες επίσης καταλαμβάνουν συχνότερα θέσεις απασχόλησης που είναι επισφαλείς είτε έχουν χαμηλότερο επαγγελματικό προφίλ από αυτό που θα επιζητούσαν λόγω του ότι κατέχουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Η αποειδικευμένη απασχόληση των αποφοίτων και των δύο τμημάτων είναι κατά κύριο λόγο χαρακτηριστικό του δημόσιου τομέα, ενώ μόνο ένα σημαντικό ποσοστό των αποφοίτων εμφανίζεται να κατέχει επιστημονική ή διευθυντική θέση στη σημερινή και όχι στην αρχική του απασχόληση. Οι ευκαιρίες ειδικευμένης απασχόλησης παρουσιάζονται στον ιδιωτικό τομέα που φαίνεται να ‘αξιοποιεί’ το ειδικευμένο εργατικό δυναμικό καλύτερα από ό,τι ο δημόσιος τομέας.

Τα οικογενειακά και κοινωνικά δίκτυα των αποφοίτων διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο στην εύρεση εργασίας αλλά και γενικότερα στην επαγγελματική πορεία τους αλλά και στη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται αφενός στο γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός από τις δουλειές που έχουν βρει οι απόφοιτοι που ερωτήθηκαν, στο πλαίσιο αυτής της έρευνας, βρέθηκε με την παρέμβαση κάποιας προσωπικής σχέσης. Στηρίζεται αφετέρου στο γεγονός ότι οι ίδιοι οι απόφοιτοι δηλώνουν ότι βασίζονται στα δίκτυά τους (τις γνωριμίες τους όπως λένε) τα οποία θεωρούν βασικό μοχλό της επαγγελματικής τους εξέλιξης και επιτυχίας σε συνδυασμό βέβαια με την σωστή εκπαίδευση και τη σκληρή δουλειά.

Τα δίκτυα αυτά των αποφοίτων εμφανίζονται να είναι ιδιαίτερα ενεργά και κινητοποιημένα αλλά και πολύ αποτελεσματικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις εξαρτημένης εργασίας υπήρξε διαμεσολάβηση κάποιου ατόμου από το περιβάλλον του απόφοιτου, το άτομο αυτό δε ενήργησε στις περισσότερες περιπτώσεις με δική του πρωτοβουλία και όχι μετά από παρέμβαση του ίδιου του απόφοιτου, ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις δήλωσε ότι δεν έψαχνε συστηματικά για δουλειά.

Η εικόνα που έχουν διαμορφώσει οι απόφοιτοι για τη μέχρι σήμερα επαγγελματική τους πορεία δεν είναι ιδιαίτερα θετική αφού λιγότεροι από τους μισούς απόφοιτους δηλώνουν ότι είναι ικανοποιημένοι ή σχετικά κοντά σε αυτό που θα επιθυμούσαν, η εικόνα δε που έχουν οι γυναίκες απόφοιτες για την επαγγελματική τους πορεία είναι περισσότερο αρνητική από αυτή των ανδρών. 

Σε σχέση με την δουλειά που θα επιθυμούσαν οι απόφοιτοι, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των αποφοίτων προτιμάει μία δουλειά με ενδιαφέρον αντικείμενο, προοπτικές εξέλιξης ή καλές συνθήκες εργασίας ενώ αντίθετα η καλή αμοιβή, όταν δεν συνοδεύεται από ενδιαφέρον αντικείμενο εργασίας ή καλές συνθήκες εργασίας όπως και η δουλειά στο δημόσιο εμφανίζουν τα μικρότερα ποσοστά προτίμησης. Οι γυναίκες διαφοροποιούνται στο σημείο αυτό από τους άνδρες, διότι αναζητούν σε μεγαλύτερο ποσοστό εργασίες σταθερές και με καλές συνθήκες εργασίας, δηλαδή εργασίες οι οποίες θα ήταν συμβατές με τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην οικογένεια.

Η επαγγελματική επιτυχία κατά την άποψη των αποφοίτων επιτυγχάνεται κατά κύριο λόγο με τη σκληρή δουλειά και κατά δεύτερο λόγο με την απόκτηση και την αξιοποίηση της εκπαίδευσης και των προσόντων τους, ενώ οι κάθε είδους γνωριμίες φαίνεται να παρεμβαίνουν στην επαγγελματική επιτυχία σε μικρό ποσοστό.

Η υποστήριξη της οικογένειας στην επαγγελματική και κοινωνική σταδιοδρομία των αποφοίτων είναι σημαντική και οι ίδιοι οι απόφοιτοι δηλώνουν ότι στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις αλλά και στην οικογένειά τους για την χάραξη της σταδιοδρομίας τους. Το γεγονός αυτό, όπως και η γενικότερη βοήθεια της οικογένειας για την εύρεση εργασίας αλλά και η υποστήριξη που προσφέρεται για τις σπουδές, επιβεβαιώνει την άποψη ότι η επαγγελματική αποκατάσταση των νέων δεν θεωρείται ατομική τους υπόθεση αλλά οικογενειακή και ότι αντιμετωπίζεται από όλους ως τέτοια. Γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο κατανοητό το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός από τις οικογένειες των αποφοίτων κατέφυγαν σε γνωστούς τους (ενεργοποίησαν με άλλα λόγια τα δίκτυά τους) για να ζητήσουν κάποια «χάρη» (και η οποία συχνότατα πρόκειται για την πρόσληψη κάποιου μέλους της οικογένειας), η οποία στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ικανοποιήθηκε.

Η άποψη των αποφοίτων για την ύπαρξη ανισοτήτων στην ελληνική κοινωνία, την οποία αποδίδουν στο γεγονός ότι δεν έχουν όλοι τις κατάλληλες γνωριμίες αλλά και τις άνισες ευκαιρίες που δίνει το κράτος και δευτερευόντως στις διαφορές στα εισοδήματα των οικογενειών, τις εκπαιδευτικές ανισότητες και την έλλειψη βοήθειας από την οικογένεια, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι απόφοιτοι θεωρούν ότι η ελληνική κοινωνία είναι μία κοινωνία στην οποία το κράτος δεν δίνει σε όλους τις ίδιες ευκαιρίες, αλλά την ανισότητα ευκαιριών κάποιοι την καλύπτουν μέσα από τις γνωριμίες τους, δηλαδή τα κοινωνικά τους δίκτυα.

Εισηγητές: Χ. Κασίμης (Υπεύθυνος), Α. Χατζηγιάννη

Κύρια Ερευνητική Ομάδα: Α. Χατζηγιάννη, Γ. Κάλλας, Α. Παπαδόπουλος, Γ. Παπακωνσταντίνου, Π. Παπακωνσταντίνου, Δ. Σερεμέτης.

Σύμβουλοι έργου: Λ. Κατσέλη, Χ. Λυριτζής, Γ. Μέργος

Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Πανελλήνιο Συνέδριο, Έρευνα για την ελληνική εκπαίδευση, 21-23 Σεπτεμβρίου 2000, Περιλήψεις Εισηγήσεων, Αθήνα 2000.

 

βλ. επίσης

Αρχή Σελίδας