Έρευνες > Ολοκληρωμένες > Διεθνή standards και αξιολόγηση μαθητών


εκτύπωση σελίδας
 
Συλλογή και ταξινόμηση διεθνών standards για την αξιολόγηση των μαθητών (Σ. Βοσνιάδου)

Έρευνες Κ.Ε.Ε.

Υπεύθυνος Έρευνας:
Στέλλα Βοσνιάδου, Καθηγήτρια, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Συνεργάτες: Βασίλης Κόλλιας, Χρήστος Ιωαννίδης, Θεοδώρα Κάβουρα, Λουίζα Πάσχου, Θάλεια Πιτσούλη, Έφη Παπαδημητρίου

Το ερευνητικό πρόγραμμα που χρηματοδοτήθηκε από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας είχε σκοπό να εξετάσει τα κριτήρια επίδοσης των μαθητών που προτείνονται για τις Φυσικές Επιστήμες, τα Μαθηματικά και την Ιστορία στις χώρες της Ευρώπης, στις  Η.Π.Α. και στον Καναδά.

Τα τελευταία χρόνια τα Υπουργεία Παιδείας διαφόρων Ευρωπαϊκών χωρών ασχολήθηκαν με την αναθεώρηση των αναλυτικών τους προγραμμάτων. Συγχρόνως στις Ηνωμένες Πολιτείες (όπου, όπως είναι γνωστό, δεν υπάρχουν Αναλυτικά Προγράμματα) αναπτύχθηκε μια σημαντική κίνηση για τη θέσπιση κριτηρίων περιεχομένου και αξιολόγησης της επίδοσης των μαθητών.

Ο προβληματισμός σχετικά με τα κριτήρια επίδοσης των μαθητών είχε ως αφετηρία του τις σημαντικές αλλαγές στους στόχους της εκπαίδευσης που έφερε η μετάβαση από την Βιομηχανική Κοινωνία στην Κοινωνία της Πληροφορίας και Μάθησης. Γίνεται μια προσπάθεια να ορισθούν οι γνώσεις και δεξιότητες που είναι απαραίτητες για τους πολίτες της σύγχρονης κοινωνίας και να μπουν οι θεωρητικές βάσεις για τα Αναλυτικά Προγράμματα της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Οι συνεχείς τεχνολογικές αλλαγές και οι μεγάλες πιθανότητες αλλαγών στον εργασιακό χώρο καθιστούν αναγκαίο ένα είδος εκπαίδευσης που να προάγει την ευέλικτη, ανεξάρτητη και κριτική σκέψη και την ικανότητα της δια βίου μάθησης.

Από τις συζητήσεις που έγιναν στις Η.Π.Α. και τις άλλες χώρες που εξετάσαμε, βρήκαμε τα εξής ως θετικά στοιχεία της κίνησης για τη θέσπιση κριτηρίων:

α) Την εκτεταμένη συζήτηση και έρευνα που προκάλεσαν έτσι, ώστε να προσδιοριστεί καλύτερα το περιεχόμενο των γνώσεων που απαιτείται να έχει ένας πολίτης της σημερινής τεχνολογικής κοινωνίας για να θεωρηθεί επιστημονικά και μαθηματικά “εγγράμματος”. Αυτό συνεπάγεται μια εκτίμηση του τι είναι πιο ουσιώδες στην πρακτική της επιστήμης και ποιες είναι οι κοινωνικές της προεκτάσεις.

β) Την προώθηση στα σχολεία των αποτελεσμάτων των ερευνών για τη μάθηση και κυρίως για τη μάθηση στις Φυσικές Επιστήμες και τα Μαθηματικά έτσι ώστε να αλλάξουν την εκπαιδευτική τους πρακτική.

γ) Τη δημιουργία πιλοτικών προγραμμάτων, όπου δοκιμάζονται και παρακολουθούνται διάφορες προσπάθειες τοπικά κατάλληλες για τη διδασκαλία και στη συνέχεια συγκρίνονται τα επιμέρους αποτελέσματα.

δ) Την ενθάρρυνση της χρήσης των νέων τεχνολογιών και συνάμα την καλύτερη γνώση των παιδαγωγικών δυνατοτήτων αλλά και των μειονεκτημάτων τους.

Ο προβληματισμός γύρω από τη θέσπιση κριτηρίων για την επίδοση των μαθητών έδειξε πως η διαδικασία αυτή είναι αρκετά δύσκολη και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται πρόχειρα. Η οργάνωση των αναλυτικών προγραμμάτων με βάση κριτήρια επίδοσης δεν είναι μια διαδικασία που μπορεί να είναι όμοια για όλα τα σχολεία σε διαφορετικές χώρες. Είναι αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές ανάγκες και αξίες των διαφόρων χωρών. Τέλος, είναι σημαντικό τα κριτήρια να περιγράφουν όχι μόνο το περιεχόμενο της διδακτέας ύλης, αλλά και να προσδιορίζουν τις δεξιότητες που πρέπει να έχουν οι μαθητές για να δείχνουν την επάρκειά τους.

Εισηγήτρια: Στέλλα Βοσνιάδου

Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Πανελλήνιο Συνέδριο, Έρευνα για την ελληνική εκπαίδευση, 21-23 Σεπτεμβρίου 2000, Περιλήψεις Εισηγήσεων, Αθήνα 2000.

 

βλ. επίσης

Αρχή Σελίδας